σταλαγμός

From LSJ
Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταλαγμός Medium diacritics: σταλαγμός Low diacritics: σταλαγμός Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΟΣ
Transliteration A: stalagmós Transliteration B: stalagmos Transliteration C: stalagmos Beta Code: stalagmo/s

English (LSJ)

ὁ, dropping, dripping, from the mouth of horses and hunted animals, A.Th.61, Eu.247, cf.783 (lyr.); φόνου E.Hec.241 (pl.); σταλαγμὸς αἵματος Id.Ion 351,1003 (pl.); of a profuse sweat, Hp.Aph.7.85, cf. Gal.19.140; ὁ σταλαγμὸς κατατρίβει τοὺς λίθους Arist.Ph.253b15; κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν, of stalactites, Id.Mir.834b32; also σμύρνης S.Fr.370 (pl.): metaph., σταλαγμὸς εἰρήνης the least drop of peace Ar.Ach.1033; τύχης σταλαγμός Diog.Sinop.2; contemptuously of a little man, Anaxandr.34.3. (σταλαγμούς is unmetrical in Arat.966: σταλαημούς cj. Koechly, cf. σταλεηδόνες.)

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, das Getröpfel; πρὸς αἱμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν, Aesch. Eum. 238. 753; Soph. irg. 341; αἵματος, Eur. Ion 351. 1006; Ar. Ach. 997.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écoulement goutte à goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταλαγμός -οῦ, ὁ [σταλάττω] druppeling, druppel:; σ. αἵματος een druppel bloed Eur. Ion 351 = σ. φόνου Eur. Hec. 241; overdr.. σταλαγμὸν εἰρήνης ἕνα εἰς τὸν καλαμίσκον ἐνστάλαξον τουτονί druppel één druppel vrede in dit rieten buisje hier Aristoph. Ach. 1033.

Russian (Dvoretsky)

σταλαγμός:
1 капля, струя: σ. αἵματος Eur. капля крови, кровавый след; ὁ σ. κατατρίβει τὸν λίθον Arst. капля точит камень; κίονες πεπήγασιν ἀπὸ σταλαγμῶν Arst. (сталактитовые) столбы образовались от капель;
2 перен. капля, немножко: σ. εἰρήνης Arph. капелька мира; τύχης σ. Men. капелька счастья.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰλαγμός: ὁ, (σταλάσσω) τὸ σταλάζειν, στάλαξις, «στάξιμον», ἐκ τοῦ στόματος ἵππων καὶ ἐν θήρᾳ διωκομένων ζῴων, «σταγών, ῥανὶς» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Θήβ. 61, Εὐμ. 247, πρβλ. 783· στ. φόνου Εὐρ. Ἑκ. 241· αἵματος ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 351, 1003· ἐπὶ ἀφθόνου ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261, πρβλ. Προγν. 38· ὁ στ. κατατρίβει τοὺς λίθους Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5· κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων στ., σταλακτῖται, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 59· - ὡσαύτως, στ. σμύρνης Σοφ. Ἀποσπ. 340· στ. εἰρήνης, ἡ ἐλαχίστη ἐλπὶς εἰρήνης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1033· τύχης στ. Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 240· - σκωπτικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου μικροῦ τὸ ἀνάστημα, Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδ.» 2. 3. - Παρὰ τῷ Ἀράτ. 966, ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει στᾰλαημός χάριν τοῦ μέτρου παραβάλλων τὸ παρ’ Ἡσυχ. σταλαηδών. 2) κατὰ τὸν Μεγ. Ἐτυμολ. 576, Αἰολ. = ὀδύνη.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν σταλάσσω
το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ.
θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ.
γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων σταλαγμῶν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
το γείσο της σκεπής από όπου σταλάζει το νερό, υδρορρόη
αρχ.
1. σταγόνα που πέφτει από το στόμα ίππων ή άλλων καταδιωκόμενων ζώων
2. ελάχιστη ποσότητα
3. ειρων. πολύ μικροκαμωμένος άνθρωπος
4. φρ. «τύχης σταλαγμός» — σπάνια περίπτωση τύχης.

Greek Monotonic

στᾰλαγμός: ὁ (σταλάσσω), στάξιμο, στάλαξη, σταγόνα, σε Αισχύλ., Ευρ.· σταλαγμὸς εἰρήνης, ύστατη ελπίδα για ειρήνευση, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στᾰλαγμός, οῦ, ὁ, σταλάσσω
a dropping, dripping, Aesch., Eur.; στ. εἰρήνης the least drop of peace, Ar.

English (Woodhouse)

trickle, distillation from a tree, exudation from trees, flake of foam

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)