ἡδυχαρής

From LSJ
Revision as of 17:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδῠχᾰρής Medium diacritics: ἡδυχαρής Low diacritics: ηδυχαρής Capitals: ΗΔΥΧΑΡΗΣ
Transliteration A: hēdycharḗs Transliteration B: hēdycharēs Transliteration C: idycharis Beta Code: h(duxarh/s

English (LSJ)

ές, sweetly joyous, AP3.18 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1155] ές, sehr angenehm, Anth. III, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait joyeux.
Étymologie: ἡδύς, χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠχᾰρής: чрезвычайно приятный, радостный (κόπος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυχᾰρής: -ές, λίαν περιχαρής, Ἀνθ. Π. 3. 18.

Greek Monolingual

ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμοχαρής, περιχαρής].

Greek Monotonic

ἡδυχᾰρής: -ές (χαίρω), αυτός που νιώθει μεγάλη χαρά, ο λίαν περιχαρής, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡδυ-χᾰρής, ές χαίρω
sweetly joyous, Anth.