Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανιστής

From LSJ
Revision as of 09:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνιστής Medium diacritics: τυμπανιστής Low diacritics: τυμπανιστής Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: tympanistḗs Transliteration B: tympanistēs Transliteration C: tympanistis Beta Code: tumpanisth/s

English (LSJ)

τυμπανιστοῦ, ὁ,
A one who beats the τύμπανον, drummer, Str.15.1.52, BGU630 iv 1 (ii A. D.); Τυμπανισταί, name of a play by Sophocles:—fem. τυμπᾰνίστρια, of a priestess of Sabazius, D.18.284, Luc.Somn.12.
II gen. pl. τυμπανιστῶν (from τυμπανιστός) = membraneorum, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui joue du tambour, le tambour.
Étymologie: τυμπανίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανιστής -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] bespeler van de tamboerijn.

German (Pape)

ὁ, der das Tympanon schlägt, Paukenschläger; Strab. XV.; Luc. Alex. 9.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνιστής: οῦ ὁ барабанщик Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὸ τύμπανον, τυμπανοκρούστης, Στράβ. 708· Τυμπανισταί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙ. θηλ. τυμπανίστρια, ἱέρεια τῆς Κυβέλης, Δημ. 320. 15, Ἐνύπν. 12· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652.

Greek Monolingual

ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ τυμπανίζω
αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης
νεοελλ.
(ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή μουσικός που παίζει τύμπανο σε ορχήστρα
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Τυμπανισταί
τίτλος έργου του Σοφοκλέους
2. το θηλ. ιέρεια της Κυβέλης, η οποία είχε ως έργο την κρούση τυμπάνου κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών προς τιμήν αυτής της θεάς.

Greek Monotonic

τυμπᾰνιστής: -οῦ, ὁ (τυμπανίζω), θηλ. τυμπανίστρια, ιέρεια της Κυβέλης, σε Δημ.

Middle Liddell

τυμπᾰνιστής, οῦ, ὁ, τυμπανίζω
of a priestess of Cybele, Dem.

Translations

drummer

Arabic Egyptian Arabic: طبال‎; Armenian: թմբկահար; Bashkir: барабансы; Bulgarian: барабанчик, барабанист; Chinese Mandarin: 鼓手; Czech: bubeník; Dutch: drummer, drumspeler; Esperanto: tamburisto; Estonian: trummar; Ewe: ʋuƒola; Finnish: rumpali, rummunsoittaja; French: batteur; Galician: batería; German: Schlagzeuger, Trommler, Schlagzeugerin, Trommlerin; Greek: ντράμερ, τυμπανιστής; Ancient Greek: τυμπανάριος, τυμπανιστής, τυμπανίστρια, τυμπανοτρίβης; Hausa: makaɗi; Hungarian: dobos; Icelandic: trommuleikari, trommari; Irish: drumadóir; Italian: batterista; Japanese: 鼓手, ドラマー; Karok: imthanuvnúvaan; Kazakh: дабылшы, дағырашы; Kutenai: kt̓amuxu; Kyrgyz: добулбасчы; Macedonian: тапанар; Norwegian: batterist, trommeslager, trommis; Polish: perkusista, dobosz, bębniarz, bębnista; Portuguese: baterista; Romanian: baterist, bateristă, drummer; Russian: барабанщик, барабанщица; Slovak: bubeník; Spanish: batería, baterista; Swedish: trummis, trumslagare, batterist; Tagalog: tambolero; Tamil: பறையன்; Turkish: baterist, davulcu; Turkmen: deprekçi, depçi; Ukrainian: барабанщик, барабанщиця; Volapük: truman, hitruman, truman; Westrobothnian: trommslägar; Yiddish: פּײַקלער‎