ἔπαρμα

From LSJ
Revision as of 09:03, 7 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρμα Medium diacritics: ἔπαρμα Low diacritics: έπαρμα Capitals: ΕΠΑΡΜΑ
Transliteration A: éparma Transliteration B: eparma Transliteration C: eparma Beta Code: e)/parma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπαίρω)
A something raised, a swelling, Hp.Epid. 1.1; ἔπαρμα τῶν ἀγγείων Sor.1.48; τὰ τῶν φολίδων ἐπάρματα Ach.Tat.3.7.
II metaph., elation, vanity, ἔπαρμα τύχης Sotad.9.4.
b in good sense, elevation, πόσον ἔπαρμα ψυχὴ λαμβάνει Ath.Med. ap. Orib.inc.21.21.
2 height, LXX 2 Es.6.3.

German (Pape)

[Seite 905] τό, das Erhobene, die Erhebung, Anschwellung, Hippocr.; τῶν μαστῶν Arist. H. A. 7, 1, Folgde; übertr., Aufgeblasenheit, Stolz, Sp., τύχης Sotad. Stob. fl. 22, 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gonflement ; fig. vanité.
Étymologie: ἐπαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρμα: τό, (ἐπαίρομαι) οἴδημα, πρήξιμον, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. ΙΙ. μεταφ., ἀνύψωμα, ἂν χρυσοφορῇς, τοῦτο τύχης ἐστὶν ἔπαρμα Σωτάδης παρὰ Στοβ. 189. 44.

Greek Monolingual

(I)
(AM ἔπαρμα, το) επαίρω
νεοελλ.
1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου του σώματος
2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» — το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα
μσν.-αρχ.
1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή
2. πρήξιμο, φούσκωμα
3. υπερηφάνεια, έξαρση
4. ανύψωση στην κοινωνική ιεραρχία
5. ύψος, μέγεθος.
(II)
ἔπαρμα, το (Μ)
1. λεία
2. κατάληψη, πάρσιμο
3. απόκτημα
4. συμβουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. επαίρνω < επαίρω «σηκώνω, υψώνω»].