φρενοκλόπος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ον, stealing the understanding, deceiving, Ἔρως APl.4.198 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 1304] den Verstand raubend, dah. betrügend, täuschend, Qu. Maec. 9 (Plan. 198).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe l'esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, κλέπτω.
Greek (Liddell-Scott)
φρενοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων, ἐξαπατῶν τὰς φρένας, φρενοκλόπος ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· ― φρενοκλοπέω, «φρενοκλοπεῖ· ἐξαπατᾷ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδοκλόπος, κυνοκλόπος].
Greek Monotonic
φρενοκλόπος: -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το μυαλό, που εξαπατά, σε Ανθ.
Middle Liddell
φρενο-κλόπος, ον, κλέπτω
stealing the understanding, deceiving, Anth.