ἐπίψογος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον,
A exposed to blame, blameworthy, X.Lac.14.7, Plu. Comp.Cim.Luc.1; τὸ ἐ. Max.Tyr.18.9: neut. pl. ἐπίψογα, as adverb, Man.4.506. Adv. ἐπιψόγως = with blame, λέγεσθαι Plu.Comp.Dem.Cic. 3.
II Act., blaming, censorious, φάτις A.Ag.611.
German (Pape)
[Seite 1006] dem Tadel ausgesetzt, tadelnswerth, φάτις Aesch. Ag. 596; Xen. Lac. 14, 7 u. Sp. – Adv. ἐπιψόγως, Plut. Compar. Dem. et Cic. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 blâmable;
2 qui blâme.
Étymologie: ἐπί, ψόγος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίψογος:
1 достойный порицания, предосудительный Xen., Plut.;
2 порицающий: ἐ. φάτις Aesch. дурная слава.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίψογος: -ον, ἄξιος ψόγου, ἐπίμεμπτος, Ξεν. Λακ. 14. 7, Πλουτ. Σύγκρ. Κίμ. καὶ Λουκ. 1. ― Ἐπίρρ. -γως, μετὰ ψόγου, ἐπιμέμπτως, λέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 3, Κλήμ. Ἁλ. 245. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπίψογον φάτιν, ψόγον φέρουσαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 611.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίψογος, -ον)
εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν μέντοι δεῖ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῖς γιγνομένων», Ξεν.)
αρχ.
ψογερός, αυτός που ψέγει κάποιον («ἐπίψογος φάτις»).
Greek Monotonic
ἐπίψογος: -ον, I. κατακριτέος, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. -γως, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., επικριτικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπί-ψογος, ον
I. exposed to blame, blameworthy, Xen.: —adv. -γως, Plut.
II. act. censorious, Aesch.
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd