ὀργαίνω
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
A = ὀργίζω, make angry, enrage, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας S.OT335.
II intr., like ὀργίζομαι, grow angry or be angry, Id.Tr.552; τινι with one, E.Alc.1106; cf. ὁρμαίνω II.2.
German (Pape)
[Seite 368] zornig machen, u. allgemeiner, in Leidenschaft versetzen, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, Soph. O. R. 335. – Auch intrans., zornig werden, in Leidenschaft gerathen, Soph. Trach. 549, wie Eur. Alc. 1110, τινί
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ὤργανα > opt. 2ᵉ sg. ὀργάνειας;
1 tr. mettre en colère, irriter;
2 intr. se mettre en colère, être irrité : τινί, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.
Russian (Dvoretsky)
ὀργαίνω: (aor. ὤργᾱνα)
1 раздражать, сердить, выводить из себя: καὶ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας - v.l. ὀργήνειας Soph. ты и камень мог бы вывести из себя;
2 раздражаться, выходить из себя Soph.: ὀ. τινί Eur. сердиться на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργαίνω: ἕτερος τύπος τοῦ ὀργίζω ἐν χρήσει μόνον παρὰ Τραγ., παροργίζω τινά, κινῶ τινα εἰς ὀργήν, εἰς μανίαν διεγείρω, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 335. ΙΙ. ἀμεταβ. ὡς τὸ ὀργίζομαι, ἀλλ’ οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 552· τινί, ἐναντίον τινός, Εὐρ. Ἄλκ. 1106· πρβλ. ὀρμαίνω ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
ὀργαίνω (Α) οργή
1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον
2. οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῦν ἔχουσαν», Σοφ.).
Greek Monotonic
ὀργαίνω: (ὀργή), μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ὤργᾱνα·
I. προκαλώ οργή, εξοργίζω, σε Σοφ.
II. αμτβ., γίνομαι ή είμαι οργισμένος, στον ίδ., Ευρ.
Middle Liddell
ὀργή
I. to make angry, enrage, Soph.
II. intr. to grow or be angry, Soph., Eur.