ὀφθαλμοφανής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ὀφθαλμοφανές, apparent to the eye, visible, Arist.Fr.208; ἀργύριον ὀ. ἐναντίον.. μαρτύρων PHib.1.89.8 (iii B. C.); obvious, Str.2.1.18; ἔργον Aristox.Harm. p.41 M. Adv. ὀφθαλμοφανῶς LXX Es.8.13, Ph.1.614, S.E.M.9.39, Cleom.2.6.
German (Pape)
[Seite 426] ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se montre aux yeux, visible.
Étymologie: ὀφθαλμός, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμοφᾰνής: бросающийся в глаза, заметный, видимый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοφᾰνής: -ές, ὁ φανερὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁρατός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, Στράβ. 75. Ἐπίρρ. -νως, Ἐβδ. (Ἐσθὴρ Θ΄, 13).
Greek Monolingual
-ές (Α ὀφθαλμοφανής, -ές)
1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός
2. καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)
με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα
μσν.-αρχ.
σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα
αρχ.
με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτιφανής].
Greek Monotonic
ὀφθαλμοφᾰνής: -ές (φαίνομαι), αυτός που είναι φανερός στο μάτι, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὀφθαλμο-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
apparent to the eye, Strab.
Translations
visible
Afrikaans: sigbaar; Albanian: dukshëm; Arabic: مَنْظُور; Armenian: տեսանելի; Asturian: visible; Belarusian: бачны; Breton: hewel; Bulgarian: видим; Catalan: visible; Chinese Mandarin: 看得見, 看得见, 可看見的, 可看见的; Czech: viditelný; Danish: synlig; Dutch: zichtbaar, zichtbare; Esperanto: videbla; Finnish: näkyvä; French: visible; Old French: voiable; Galician: visible; Georgian: შესამჩნევი, დასანახი, ხედვადი; German: sichtbar; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: ορατός, φανερός; Ancient Greek: ἄποπτος, δῆλος, δηλωτικός, δίαλος, δρατός, εἴδελος, εἴσοπτος, εἰσωπός, ἔκδηλος, ἐκφανής, ἐμφανής, ἐμφάνιος, ἐναργής, ἔνοπτος, ὁρητός, ὁρατός, φανερός; Haitian Creole: vizib; Hebrew: נראה; Hungarian: látható; Icelandic: sýnilegur; Irish: infheicthe, sofheicthe, le feiceáil, feicseanach; Italian: visibile; Japanese: 見える, 目に見える, 顕在する; Korean: 보이는; Kurdish Central Kurdish: دیار; Latin: spectabilis, visibilis; Latvian: redzams; Macedonian: видлив; Manx: so-akin; Maori: ari; Norwegian: synlig; Occitan: visible; Old Church Slavonic: видимъ; Old English: ġesewenlīċ; Old French: veable; Persian: پیدا, هویدا, ویدا; Plautdietsch: sechtboa; Polish: widoczny, widzialny; Portuguese: visível; Punjabi: ਦ੍ਰਿਸ਼ਟੀਗੋਚਰ; Romanian: vizibil; Russian: видимый; Sanskrit: दृश्य, दृष्ट; Serbo-Croatian Cyrillic: вѝдљив, ви̑дан, уо̀чљив; Roman: vìdljiv, vȋdan, uòčljiv; Spanish: visible; Swedish: synlig; Tagalog: tahaw, nakikita; Ukrainian: видимий, видний; Vietnamese: nhìn thấy được, khả kiến; Walloon: veyåve