προγυμναστής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
προγυμναστοῦ, ὁ,
A trainer, Arr.Epict.3.20.9,4.4.31.
2 slave who goes through exercises with his master, Seneca Ep.83.3, Gal.6.187.
German (Pape)
[Seite 714] ὁ, der vorher Übende, Sp.; bei Galen. ein Diener des γυμναστής, vgl. Senec. ep. 83.
Greek (Liddell-Scott)
προγυμναστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ προγυμνάζων, Ὑπερείδ. σ. 24 Teubner, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 9., 4. 4, 31· ὡσαύτως, δοῦλος γυμναζόμενος μετὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ, πρβλ. Seneca Epist. 83. 3.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν προγυμνάζω
αυτός που προγυμνάζει κάποιον
νεοελλ.
εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις
αρχ.
δούλος που γυμνάζεται μαζί με τον κύριο του.