νεογενής

From LSJ
Revision as of 05:30, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογενής Medium diacritics: νεογενής Low diacritics: νεογενής Capitals: ΝΕΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: neogenḗs Transliteration B: neogenēs Transliteration C: neogenis Beta Code: neogenh/s

English (LSJ)

νεογενές,
A new-born, A.Ch.530, Pl.Tht.160e, al., X.Cyn.10.23; ποίμνη Antiph.52.4, cf.1.5.
2 newly produced, κηρία Alciphr.3.23.

German (Pape)

[Seite 241] ές, neugeboren, eben erst entstanden; δάκος, Aesch. Ch. 523; ποίμνης, Antiphan. bei Ath. X, 449 b; ἡ τοῦ νεογενοῦς παιδὸς φύσις, Plat. Polit. 270 e; νεογενὲς παιδίον, Theaet. 160 e, öfter, u. Sp. S. νεογνής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouveau-né ou né depuis peu.
Étymologie: νέος, γένος.

Russian (Dvoretsky)

νεογενής:
1 недавно родившийся, новорожденный (δάκος Aesch.; παιδίον Plat.);
2 недавно возникший, свежий (πηγαῖα νάματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεογενής: -ές, ὁ ἄρτι γεννηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 530, Πλάτ. Θεαίτ. 160Ε, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ νεογενής, Α δωρ. τ. νεαγενής και νειηγενής και ποιητ. τ. νεηγε
νής, -ές)
1. αυτός που έχει γεννηθεί πρόσφατα, νεογέννητος
2. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινούργιος («νεογενῆ κηρία», Αλκίφρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εμφανιστεί, έχει διαπλαστεί ή έχει διαμορφωθεί πρόσφατα μετά από κάποιον άλλο
2. φρ. «νεογενής περίοδος» ή, απλώς, «νεογενές»
γεωλ. διάστημα του γεωλογικού χρόνου που αποτελεί την ανώτερη από τις δύο υποδιαιρέσεις του Καινοζωικού αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ευ-γενής. Ο τ. νεηγενής, με -η-, για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

νεογενής: -ές (γίγνομαι), νεογέννητος, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Middle Liddell

νεο-γενής, ές γίγνομαι
new-born, Aesch., Plat.

English (Woodhouse)

new born

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)