μύρτον

From LSJ
Revision as of 07:46, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρτον Medium diacritics: μύρτον Low diacritics: μύρτον Capitals: ΜΥΡΤΟΝ
Transliteration A: mýrton Transliteration B: myrton Transliteration C: myrton Beta Code: mu/rton

English (LSJ)

τό,
A myrtle-berry, Pherecr.148, Ar.Av.160, 1100, Pl.R. 372c, Theopomp.Com.67, Antiph.179.4, Thphr. HP 1.12.1, Char.11.4, etc.
2 = μυρσίνη, Archil.164.
II pudenda muliebria, Ar. Lys.1004, Ruf.Onom.111, Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 222] τό, 1) die Myrthenbeere, die Frucht des μύρτος; Ar. Av. 160. 1100; Plat. Rep. II, 372 c u. Folgde. – 2) ein Teil der weiblichen Schaam, sonst κλειτορίς, Ar. Lys. 1004, vgl. μυρτοχειλίδες.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 baie de myrte;
2 « le bouton », le clitoris.
Étymologie: μύρτος.

Russian (Dvoretsky)

μύρτον:
1 миртовая ягода Arph., Plat.;
2 Arph. = κλειτορίς 2.

Greek (Liddell-Scott)

μύρτον: -ου, τό, ὁ καρπὸς τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = μυρσίνη, Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· ταὐτόσημον τῷ νύμφηκλειτορίς, Ροῦφος σελ. 32, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· μυρτόχειλα, τά, καὶ μυρτοχειλίδες, αἱ, τὰ χείλη αὐτοῦ, αὐτόθι.

Spanish

rama de mirto

Greek Monotonic

μύρτον: -ου, τό, ο καρπός της μυρτιάς, Λατ. myrtum, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μύρτον, ου, τό,
a myrtle-berry, Lat. myrtum, Ar. [from μύρτος

Léxico de magia

τό rama de mirto ἐπιστεφανώσας μύρτοις τὸ πτύχιον θὲς τὸ θυμιατήριον adorna con ramas de mirto la lámina y enciende el incensario P VII 741