αἰσχυντηλός

From LSJ
Revision as of 07:51, 30 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηλός Medium diacritics: αἰσχυντηλός Low diacritics: αισχυντηλός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΛΟΣ
Transliteration A: aischyntēlós Transliteration B: aischyntēlos Transliteration C: aischyntilos Beta Code: ai)sxunthlo/s

English (LSJ)

αἰσχυντηλή, αἰσχυντηλόν,
A bashful, modest, Pl.Chrm. 160e, Arist.EN1128b20; τὸ αἰσχυντηλόν = modesty, Pl.Chrm.158c. Adv. αἰσχυντηλῶς = bashfully, modestly, shamefully Id.Lg.665e.
II of things, shameful, Arist.Rh.1384b18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1tímido, vergonzoso αἰσχυντηλοτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντος Pl.Grg.487b, cf. Chrm.160e, Arist.EN 1128b20, αἰσχυντηλότεροι τοὺς τρόπους Aristid.Or.29.26
τὸ αἰσχυντηλόν = timidez, modestia Pl.Chrm.158c.
2 vergonzoso, indecoroso τὰ ῥηθέντα Arist.Rh.1384b18.
II adv. αἰσχυντηλῶς = tímidamente Pl.Lg.665e.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 pudique, modeste;
2 qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

German (Pape)

verschämt, bescheiden, = αἰδήμων, Arist. Eth. Nic. 4.9; τὸ αἰσχ., die Schamhaftigkeit, Plat. Charm. 158c; – worüber man sich schämen muß, Arist. rhet. 2.6.27.
• Adv., ἀηδῶς καὶ αἰσχ. ᾄδειν Plat. Legg. II.665e.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηλός: стыдливый, застенчивый, скромный Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηλός: -ή, -όν, αἰδήμων, κόσμιος, Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ αἰδημοσύνη, Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης ἄξιος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.

Greek Monotonic

αἰσχυντηλός: -ή, -όν (αἰσχύνομαι), κόσμιος, αιδήμων, μετριόφρων, σεμνός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[αἰσχύνομαι]
bashful, modest, Plat.

English (Woodhouse)

modest, shy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)