ἀναμιμνήσκω
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
fut. ἀναμνήσω, poet. ἀμμνήσω: Aeol. aor. Act.
A ὀμναῖσαι Sapph.Supp.23.10: aor. inf. Pass. ὀμνάσθην Theoc.29.26:—remind one of a thing, c. dupl. acc., ταῦτά μ' ἀνέμνησας Od.3.211. cf. Hdt.6.140, S.OT1133, Th.6.6: but also c. gen. rei, μή μ' ἀναμνήσῃς κακῶν E.Alc.1045, cf. Pl.Mx.246a: c. acc. pers. only, Sapph. l. c.
2 c. acc. pers. et inf., remind one to do, Pi.P.4.54.
3 c. acc. rei only, recall to memory, make mention of, Antipho 2.4.11, D.18.213.
4 foll. by Conj., ἀναμιμνήσκω ὅτι . . Th.2.89, etc.; ὡς εἶχε τὰ πράγματ' ἀναμνῆσαι D.18.17.
5 ἀναμιμνῄσκων, ὁ, remembrancer, LXX 2 Ki.20.24, al.
II Pass., remember, recall to mind, τινός Hdt.2.151, Th.2.54, etc.; less freq. τι, Ar.Ra.661, Pl.Phd.72e, X.An.7.1.26; περί τι Pl.R.329a: foll. by a relat., ἀναμνησθέντας οἷα ἐπάσχετε Hdt.5.109: abs., Id.3.51, Ar.Ec.552.
2 ἀναμιμνήσκομαι νοσήματος = have a relapse, Gal.17(2).423.
German (Pape)
[Seite 198] (s. μιμνήσκω), Jemanden an etwas erinnern, ταῦτά μ' ἀνέμνησας καὶ ἔειπες Od. 3, 211; ebenso Her. 6, 140; τὸν ἀμμνάσει Pind. P. 4, 54; ἐγὼ ἀγνῶτ' ἀναμνήσω νιν Soph. O. R. 1133; auch in Prosa, ὑμᾶς τὰ γενόμενα Andoc. 1, 31; Xen. An. 3, 2, 11; u. dah. pass., ἀναμνησθεὶς τὰς προαιρέσεις Isocr. 1, 9; med., τοὺς βίους Aesch. 1, 195. Gew. τινά τινος, Eur. Alc. 1045; Γοργίου με ὁ λόγος ἀν. Plat. Conv. 198 c; mit dem acc. bei pronom., doch auch ὧν ἱμᾶς ἀν., Menex. 246 a; od. wenn keine Person dab, isteht, τὰ τοῦ πατρὸς ἐπιτηδεύματα 249 a; Ath. XV, 693 c. – Pass., sich erinnern, τινός, Her. 2. 151; Thuc. 2, 54 u. folgde; selten τί, περίτι, Plat. Rep. I, 329 a; auch mit folgdm ὅτι, Thuc. 2, 89; und partic., ἀετὸν ἀνεμιμνήσκετο ἑαυτῷ δεξιὸν φθεγγόμενον Xen. An. 5, 9, 23; ὡς ἀναμνησθῶ πιών Eur. Cycl. 152.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμιμνήσκω: (тж. -νῄ-) (fut. ἀναμνήσω - дор. ἀμμνάσω с νᾱ) напоминать (τινά τι Hom., Her., Thuc., Soph. и τινά τινος Eur., Xen., Plat.); pass. вспоминать (τινός Her., Thuc., Xen., Plat., τι Arph., Xen., Plat. и περί τι Plat.): ἀετὸν ἀνεμιμνῄσκετο φθεγγόμενον Xen. он вспомнил о (вещем) крике орла; ἀνεμνησθέντες, οἷα ἐπάσχετε Her. помня о том, что вы выстрадали.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμιμνήσκω: μέλλ. ἀναμνήσω, ποιητ. ἀμμνήσω: (ἴδε μιμνήσκω). Ἐπενθυμίζω τινὰ περί τινος πράγματος, μετὰ διπλ. αἰτ., ταῦτά μ’ ἀμέμνησας Ὀδ. Γ. 211, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 140, Σοφ. Ο. Τ. 1133, Θουκ. 6. 6· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ μετὰ γεν. πράγμ., ἀν. τινά τινος Εὐρ. Ἄλκ. 1045, καὶ Πλάτ. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐπενθυμίζω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Πινδ. Π. 4. 96· οὕτως, ἀναμνῆσαί τινα ἵνα ... Δημ. 230. 26. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ἀνακαλῶ εἰς μνήμην, μνημονεύω, ἀναφέρω, Ἀντιφῶν 120. 26, Δημ. 299. 8. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., ἐνθυμοῦμαι, ἀνακαλῶ εἰς μνήμην μου, μ. γεν., ἀναμνησθέντες τοῦ χρησμοῦ Ἡρόδ. 2. 151, Θουκ. 2. 54, κτλ., σπανιώτερον μ. αἰτ., ἴαμβον Ἱππώνακτος ἀνεμιμνησκόμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 661, Πλάτ. Φαίδων 72E, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 26· μετὰ προθ., περί τι Πλάτ. Πολ. 329A: ἑπομένης ἀναφορικῆς προτάσεως, ἀναμνησθέντας, οἷα ἐπάσχετε Ἡρόδ. 5. 109· ἀναμν. ὅτι ..., κτλ., Θουκ. 2. 89, κτλ.: ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 51, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 552. Πρβλ. ἀνάμνησις, μνήμη Ι. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 112 κἑξ.
English (Autenrieth)
aor. ἀνέμνησας: remind, τινά τι, Od. 3.211†.
English (Strong)
from ἀνά and μιμνήσκω; to remind; (reflexively) to recollect: call to mind, (bring to, call to, put in), remember(-brance).
Greek Monolingual
(Α ἀναμιμνήσκω)
Ι. ενεργ.
1. θυμίζω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τον κάνω να θυμηθεί
2. ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, αναφέρω
3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀναμιμνήσκων άτομο με καθήκοντα υπενθυμίσεως
ΙΙ. παθ.
1. θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου
2. (για ασθένεια) παθαίνω υποτροπή, ξαναρρωσταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μιμνήσκω.
ΠΑΡ. ἀνάμνησις, αναμνηστικός
μσν.- νεοελλ.
ἀναμνηστήριος].
Middle Liddell
I. to remind one of a thing, c. dupl. acc., ταῦτά μ' ἀνέμνησας Od.; c. gen. rei, ἀν. τινά τινος Eur.:—c. acc. pers. et inf. to remind one to do, Pind.
2. c. acc. rei, to recall to memory, make mention of, Dem.
II. in Pass. to remember, τινός Hdt., etc.; more rarely τι Ar., Plat.; περί τι Plat.