μεσήρης
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
poet. μεσσήρης, ες, in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.
German (Pape)
[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.
French (Bailly abrégé)
poét. μεσσήρης;
ης, ες:
placé litt. ajusté au milieu.
Étymologie: μέσος, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
μεσήρης: поэт. μεσσήρης 2 находящийся в середине (γαίας ἕδραι Eur.): Σείριος ἔτι μ. Eur. Сириус находится еще в середине своего пути.
Greek (Liddell-Scott)
μεσήρης: ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, μέσος, Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., εἶναι εἰσέτι ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8.
Greek Monolingual
μεσήρης και ποιητ. τ. μεσσήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίος («πρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδήρης). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.
Greek Monotonic
μεσήρης: (*ἄρω), ποιητ. μεσσ-, - ες, στο μέσον, αυτός που βρίσκεται στη μέση, σε Ευρ.· Σείριος ἔτι μεσήρης, ο Σείριος βρίσκεται ακόμη στο μέσο του ουρανού, στον ίδ.
Middle Liddell
[*ἄρω]
in the middle, midmost, Eur.; Σείριος ἔτι μ. Sirius is still in mid-heaven, Eur.