συνίζησις

Revision as of 13:42, 18 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

συνιζήσεως, ἡ,
A subsidence, collapse, of the earth, ἐς τὰ κοῖλα Id.Mu.396a3 (but γῆ [ἐγένετο] κατὰ συνίζησιν (sc. τοῦ ὕδατος) Sch.Hes.Th.115); οἰκοδομημάτων Plu.Crass.2: metaph., Plot.2.2.1.
2 synizesis, melting of two vowels into one, without alteration of letters, as in πόλεως, μὴ οὐ, etc., EM735.36, Sch.Heph.2.1; but = συγκοπή, EM279.8.
3 compression of air, Hero Spir.Praef.

German (Pape)

[Seite 1025] ἡ, das Zusammensinken, Zusammenfallen, Plut. Crass. 2; der Bodensatz. – Bei den Gramm. das Zusammenziehen zweier Vocale in eine Silbe.

French (Bailly abrégé)

συνιζήσεως (ἡ) :
affaissement.
Étymologie: συνίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ίζησις, συνιζήσεως, ἡ [σύν, ἵζω] (‘samen-zitting’) ineenstorting:. οἰκοδομημάτων van gebouwen Plut. Crass. 2.5.

Russian (Dvoretsky)

συνίζησις: συνιζήσεως ἡ
1 оседание, оползень или обвал (εἰς τὰ κοῖλα Arst.; διὰ βάρος Plut.);
2 грам. синизеса (односложно-слитное произношение двух смежных гласных, напр.: εω в Πηληϊάδεω).

Greek Monolingual

η / συνίζησις, συνιζήσεως, ΝΜΑ συνιζάνω
γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά 'ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ.
β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων του φλοιού της γης προς το κέντρο της
αρχ.
1. καταβύθιση, κατακρήμνιση («τῶν δὲ σεισμῶν οἱ μὲν συνίζησιν ποιοῦν τες εἰς τὰ κοιλώματα χασματίαι λέγονται», Αριστοτ.)
2. (για οικοδομή) κατάρρευση
3. γραμμ. συγκοπήδυάκις καὶ τριάκις καὶ κατὰ συνίζησιν δὶς ἤ τρίς», Ετυμολογικόν Μέγα).

Greek Monotonic

συνίζησις: συνιζήσεως, ἡ, καθίζηση, καταβύθιση, βούλιαγμα, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνίζησις: ἡ, κατακάθισμα, καταβύθισις, «βούλλιασμα», τῶν δὲ σεισμῶν οἱ μὲν συνιζήσεις ποιοῦντες εἰς τὰ κοῖλα, χασματίαι λέγονται Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 30· ἐπὶ οἰκοδομῶν, συνιζήσεις διὰ βάρος καὶ πλῆθος οἰκοδομημάτων Πλουτ. Κράσσ. 2. 2) γραμματ., συνεκφώνησις δύο φωνηέντων, Ἐτυμολ. Μέγ. 279, 8, Γραμμ.

Middle Liddell

συνίζησις, συνιζήσεως,
a settlement, collapse, Plut.

Wikipedia EN

Synizesis (/ˌsɪnəˈziːsɪs/) is a sound change (metaplasm) in which two originally syllabic vowels are pronounced as a single syllable without change in writing. In Latin and Greek, the reason was often to preserve meter, but similar changes can occur naturally. A tie may be used to represent this pronunciation: dē͡hinc (i.e., deinc).

Wikipedia RU

Синизе́са (тж. синидзе́сис, синидзе́са; др.-греч. ἡ συνίζησις, от гл. συνιζάνω — «сжимаю, стягиваю, уплотняю») — фонетическое явление в греческом стихе; стяжение двух смежных гласных, не подвергающихся номинальному слиянию, в дифтонг. Напр. Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος (Hom. Il. I 1), где в один слог стягивается окончание εω, номинально произносящееся в два слога. В отличие от красиса, при синедзезе на письме остаются оба гласных; слияние при произношении производит читатель. В большинстве случаев явление синедзезы происходит metri causa (по требованию метра). Особенно часто встречается у Гомера и афинских трагиков. В латинском стихе аналогичное явление — синереза

Wikipedia EL

Συνίζηση παρατηρείται όταν μετά από τους φθόγγους /i/ και /ε/ ακολουθεί άλλο φωνήεν που προφέρεται μαζί τους σε μια συλλαβή: ά-δει-α αλλά και ως δισύλλαβη λέξη: ά-δεια, π.χ. παίρνω ά-δει-α αλλά η τάξη είναι ά-δεια. Τα συμπλέγματα αυτά που προκύπτουν από συνίζηση είναι οι λεγόμενες καταχρηστικές δίφθογγοι. Οι συνιζημένοι και οι ασυνίζητοι τύποι μερικές φορές διαφέρουν σημασιολογικά ή υφολογικά: έ-ννοια αλλά έ-ννοι-α.

Wiktionary FR

synizèse

  1. Prononciation de deux voyelles distinctes en un seul temps prosodique, sans en faire une diphtongue.
  2. Occlusion de la pupille produite par une inflammation spontanée ou survenue à la suite de l'opération de la cataracte.

Wiktionary EL

η συνεκφορά δύο γειτονικών φωνηέντων σε μια συλλαβή· στα νέα ελληνικά είναι συχνό φαινόμενο που εμφανίζεται είτε με την μετατροπή του πρώτου φωνήεντος σε ημίφωνο (π.χ. καρδία > καρδιά, /kaɾ.'ði.a/ > /kaɾ.ˈðʝa/) είτε με την ουράνωση του προηγούμενου συμφώνου (αν αυτό είναι ένα από τα κ, γκ, χ, ν, λ) και απαλοιφή του πρώτου φωνήεντος (π.χ. ήλιος, /'i.li.os/ > /'i.ljos/ > /ˈi.ʎos/).

Wiktionary EN

synizesis

  1. (poetry) A poetic figure of speech in which two consecutive vowel sounds in the same word are pronounced as a single phoneme so that certain words adhere to a particular poetic meter.
  2. (prosody) The pronunciation of two separate vowels as a single one.
  3. (medicine) An obliteration of the pupil of the eye.
  4. (biology) Dense clumping of chromosomes on one side of the nucleus, sometimes occurring prior to cell division.

Mantoulidis Etymological

(=βούλιασμα). Ἀπό τό συνιζάνω (=κατακαθίζω, βυθίζομαι) → σύν + ἱζάνω (=καθίζω) πού ἔχει τήν ἴδια ρίζα μέ τά: ἕζομαι, ἵζω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.