ἄλσος

From LSJ
Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλσος Medium diacritics: ἄλσος Low diacritics: άλσος Capitals: ΑΛΣΟΣ
Transliteration A: álsos Transliteration B: alsos Transliteration C: alsos Beta Code: a)/lsos

English (LSJ)

εος, τό,

   A grove, Il.20.8, Od.10.350: pl., Phanocl.1.3, Theoc. 1.117, etc.    II esp. sacred grove, Od.6.291, Hes.Sc.99, Hdt.5.119, Pl.Lg.761c, etc.:—hence, any hallowed precinct, even without trees, Il.2.506, Sch.Pi.O.3.31, cf. B.3.19, S.Ant.844; Μαραθώνιον ἄ., of the field of battle, viewed as a holy place, A.Eleg.4: metaph., πόντιον ἄ. the ocean-plain, B.16.85, A.Pers.111. (Perh. for ἄλτ-ιος (cf. Ἄλτις), i.e. alq-ios, cf. Goth. alhs 'temple'.)

German (Pape)

[Seite 110] εος, τό (mit ἀλδαίνω verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν ἄλσος Ἀθήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν ἄλσος ἱρὸν Ἀθηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; ἄλσος ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν ἄλσος 17, 208; – ἱερὸν ἄλσος Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; θεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν θ' ἱερόν, Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος; Ἄργος Ἰνάχου κόρης ἄλσος Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον ἄλσος; πόντιον ἄλσος die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλσος: -εος, τό, = δάσος, τόπος κατάφυτος ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν ἄλσος. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - ἐντεῦθεν = τέμενος, οἱοσδήποτε ἱερὸς τόποςπερίβολος, ἔτι καὶ ἄνευ δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον ἄλσος, περὶ τοῦ ἐκεῖ πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον ἄλσος, τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, ὠκεάνιος λειμών, Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. ἁλίρρυτος, (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «ἀλδαίνω, ἀλδήσκω, = τόπος δροσερός, χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 bois, particul. bois sacré;
2 tout emplacement consacré ; πόντιον ἄλσος ESCHL le pré sacré de la mer.
Étymologie: R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d’où faire croître, croître.