καλύπτω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλύπτω Medium diacritics: καλύπτω Low diacritics: καλύπτω Capitals: ΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: kalýptō Transliteration B: kalyptō Transliteration C: kalypto Beta Code: kalu/ptw

English (LSJ)

Ep. impf.

   A κάλυπτον Il.24.20: fut. -ψω A.Th. 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.κάλ- Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.NA7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. καλυψάμην Il.3.141, al.:—Pass., fut. καλυφθήσομαι Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, (δια-) D.11.13: aor. ἐκαλύφθην Od.4.402, E.Supp.531: aor.2 part. καλῠφείς CPR239.5 (iii A.D.): pf. κεκάλυμμαι Il.16.360, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. κεκάλυπτο Il.21.549.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)    I cover, freq. c. dat. instr., παρδαλέῃ . . μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας 5.23 (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693; ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων 17.136; [πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death, τὼ . . τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461,503, etc.; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα 14.439; so τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591; ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250: freq. in Lyr. and Trag., ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ B.12.64; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr.582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph.1633, Hel.1066: abs., καὐτὴ καλύψω A.Th.1045: rare in Prose, μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις SIG1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—Med., cover or veil oneself, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο 14.184; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual) Χρόα καλόν Hes.Op.198: abs., καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53:—Pass., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος . . ὤμους Il.16.360; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549; οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ Michel995 C32 (Delph., v/iv B.C.); [βράγχια] καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA505a6; κεκαλυμμένος veiled IG5(2).514.10 (Lycosura).    2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; ἔξω μέ που καλύψατε S.OT1411, cf. Ev.Luc.23.30; κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254; σιγῇ κ. E.Hipp.712: metaph., ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2, cf. Ep.Jac.5.20.    3 cover with dishonour, throw a cloud over, σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC282.    II put over as a covering, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17.132; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε 22.313.

German (Pape)

[Seite 1315] umhüllen, umgeben, verhüllen, bedecken; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Il. 5, 23; 13, 425 τινὰ Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, tödten; παρδαλέῃ μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν 10, 29; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψε, umfaßte den Stein, 16, 735; ἃς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμούς, verhüllte ihm die Augen, 16, 502; κρατερὸν δέ ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε, Trauer umhüllte, umdüsterte ihm die Augen, 11, 249; ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17, 591 Od. 24, 315; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Il. 4, 461, Dunkel umhüllte ihm die Augen; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13, 580, vom Tode. Auch τινί τι, über Einen Etwas decken, τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, so viel Schlamm werde ich über ihn decken, Il. 21, 321, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν 5, 315; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψεν 22, 313; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17, 132, er stellte den Schild als Schirm vor od. um ihn. – Pass., κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ Od. 1, 443; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Il. 24, 163; ἀσπίδι κεκαλ. εὐρέας ὤμους 16, 360. – Med., sich bedecken, κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο Il. 14, 184; absol., Od. 10, 53. – So auch bei den Folgdn; χθονὶ γυῖα Pind. N. 8, 28; ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον Ol. 5, 16; χθονὶ κάλυψον Aesch. Prom. 583; Ταρτάρου κευθμὼν καλύπτει Κρόνον 220; δνόφοι καλύπτουσι δόμους Ch. 51; φάρει καλύψω Soph. Ai. 899; τάφῳ καλύψαι, begraben, Ant. 28; übertr., verhehlen, verheimlichen, μή τι κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ 1239; ἔξω μέ που καλύψατε, d. i. bringt mich hinaus und verberget mich, O. R. 1411; μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας Ἀθήνας O. C. 283, erniedrigen, ins Unglück stürzen; χέρσῳ καλύπτειν τοὺς θανόντας Eur. Hel. 1072; νεκρὸν γῇ Phoen. 1672; σιγῇ, verschweigen, Hipp. 712. – Selten in Prosa, Xen. Equ. 12, 5 u. einzeln bei Sp., wie Plut. Nic. 1. Gebräuchlicher sind die compp.

Greek (Liddell-Scott)

καλύπτω: Ἐπικ. παρατ. κάλυπτον Ἰλ. Ω. 20: μέλλ. -ψω: ἀόρ. ἐκάλυψα, Ἐπικ. κάλ-, Ἰλ. Ψ. 693: πρκμ. ἀποκεκάλυφα Ὠριγέν. ― Μέσ., μέλλ. καλύψομαι Αἰολ.: ἀόρ. ἐκαλυψάμην Ὅμηρος. ― Παθ., μέλλ. καλυφθήσομαι Παυσ. κλ.: ἀόρ. ἐκαλύφθην Ὀδ., Εὐρ.: πρκμ. κεκάλυμμαι Ἰλ., Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4: ὑπερσ. κεκάλυπτο Ἰλ. Φ. 549. ― Σπάνιον παρὰ πεζολόγοις πλὴν τῶν συνθέτων. (Ἐκ τῆς √ΚΑΛΥΒ ἢ ΚΑΛΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν ταῖς λέξ. καλύβη, κελύφη, -ος· πρβλ. Λατ. cel-are, occul-ere, cla-m, clu-peus· ἡ √ΚΡΥΒ ἢ ΚΡΥΦ, ὁπόθεν τὸ κρύπτω, εἶναι συγγενής. Ι. σκεπάζω διά τινος πράγματος (πρβλ. κρύπτω ἐν τέλ.), παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν Ἰλ. Κ. 29· σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Ἰλ. Ε. 23· (ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Ν. 425, τὸ ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι σημαίνει μεταφορ. φονεῦσαι): ― ἀκολούθως ἁπλῶς, σκεπάζω (πρβλ. κατακαλύπτω), μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν Ψ. 693· πᾶν δέ τ’ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, «πᾶν δὲ τὸ συνοφρύωμα τοῦ μετώπου κάτω ἕλκει καλύπτων τοὺς ὀφθαλμοὺς» (Θ. Γαζῆς), ἐπὶ λέοντος, Ρ. 136· πέτρον χεὶρ ἐκάλυψεν, ἐσκέπασε, Π. 735· ― συχνὸν ἐπὶ θανάτου, τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀθφαλμοὺς Λ. 250, πρβλ. Ε. 553· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Δ. 461, 503, κτλ.· τὸν δὲ κατ’ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν Ν. 580· τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα Ξ. 439· οὕτω, τὸν δ’ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε Ρ. 591, Σ. 22· ἓ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε Λ. 249· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ., καλ. χθονὶ γυῖα, δηλ. θάπτεσθαι, Πινδ. Ν. 8. 65· ὡσαύτως, χθονί, τάφῳ καλύπτειν, θάπτειν τινά, Αἰσχύλ. Πρ. 582, Σοφ. Ἀντ. 28· γῇ χέρσῳ Εὐρ. Φοίν. 1634, Ἑλ. 1006· καὶ ἀπολ., καὐτὴ καλύψω Αἰσχύλ. Θήβ. 1040. ― Μέσ., σκεπάζω, καλύπτω ἐμαυτόν, «σκεπάζομαι», ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Ἰλ. Γ. 141· κρηδέμνῳ δ’ ἐφύπερθε καλύψατο Ἰλ. Ξ. 184· ἀπολ., καλυψάμενος δ’ ἐνὶ νηῒ κείμην Ὀδ. Κ. 53. ― Παθ., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Ἰλ. Π. 360· ἐν χλαίνῃ κεκαλ. Ω. 163· χαλκῷ ἠέρι κεκαλ. Ν. 192, Φ. 549· οἰὸς κεκαλυμμένος ἀώτῳ Ὀδ. Α. 443· μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς, «τῇ ἐπιγενομένῃ μελανίᾳ.. ἐκ τῆς ἐπιπολαίου κινήσεως τῶν ὑδάτων» (Σχόλ.), Δ. 402. 2) ὡς τὸ κρύπτω, σκεπάζω, κεκαλυμμένοι ἵππῳ, κεκρυμμένοι ἐντὸς αὐτοῦ, Ὀδ. Θ. 503· ἔξω μέ που καλύψατε Σοφ. Ο. Τ. 1411· μή τι καὶ κατάσχετον κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 1254· σιγῇ καλ. Εὐρ. Ἱππ. 712. 3) ἐπισκιάζω τι διὰ κακοῦ τινος πράγματος, σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις Σοφ. Ο. Κ. 282. ΙΙ. περιβάλλω, Λατ. circumdare, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο φαεινοῦ πτύγμ’ ἐκάλυψεν, «ἔμπροσθεν δὲ περιέβαλεν αὐτὸν τὸ περίπλωμα τοῦ λαμπροῦ πέπλου» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 315· τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, θὰ συσσωρεύσω ἐπ’ αὐτοῦ τόσον συρφετὸν παντοίας ὕλης, Φ. 321· ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας, ἀμφικαλύψας Μενοιτιάδην σάκει κτλ., Ρ. 132· πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο καλύψας Χ. 313. (Τὸ υ βραχὺ ἐν τῷ τονισμῷ).

French (Bailly abrégé)

f. καλύψω, ao. ἐκάλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκαλύφθην, pf. κεκάλυμμαι;
1 couvrir, envelopper, cacher : τί τινι, couvrir une chose d’une autre, cacher une chose sous une autre ; en parl. de la mort τινα, envelopper qqn ; τὸν δε σκότος ὄσσε κάλυψεν IL les ténèbres couvrirent ses yeux ; τινα τάφῳ κ. SOPH couvrir d’un tombeau un mort ; κ. νυκτί IL couvrir d’un nuage obscur ; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψεν IL sa main tenait une pierre ; Pass. ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους IL ayant les épaules couvertes d’un bouclier ; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος IL enveloppé d’un manteau ; fig. κ. τι καρδίᾳ SOPH cacher qch dans son cœur ; σιγῇ EUR envelopper un secret dans le silence;
2 étendre pour couvrir : τι πρόσθεν τινός IL, αμφί τινι, qch devant qqn, autour de qqn;
Moy. καλύπτομαι s’envelopper, se couvrir : τινι, de qch.
Étymologie: R. Κρυφ-, couvrir, cacher, d’où par développement κ-α-λυφ-, κ-α-λυβ- ; cf. κρύπτω.