κελαινός

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινός Medium diacritics: κελαινός Low diacritics: κελαινός Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: kelainós Transliteration B: kelainos Transliteration C: kelainos Beta Code: kelaino/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A black, dark, freq. in Hom., αἷμα Il.1.303, Od.16.441; νύξ Il.5.310, etc.; κῦμα 9.6; λαῖλαψ 11.747; χθών 16.384; δέρμα 6.117; ἦτορ Hes.Sc.429: ὄμβρος Emp.111.6; κ. φῦλον a swarthy race, of the Ethiopians, A.Pr.808; Ἔπαφος ib.851; ξίφη, λόγχα, S.Aj.231, Tr.856 (both lyr.), cf. E.Ba.628 (troch., prob. from the colour of the metal rather than black with blood-stains); of things on which the sun does not shine, esp. of the nether world, dark, murky, A.Pr.433 (lyr.); Ἐρινύες Id.Ag.462 (lyr.); Στύξ Lyc.706; κ. θῖνα, of the bottom of the sea, S.Ant.590 (lyr.); λύει κ. βλέφαρα suffers her eyes to close in darkness, ib.1302: great, mighty, δίψα Lyc.1425. (Cf. Skt. kala[ndot ]kas 'spot': κηλίς may be cogn.)

German (Pape)

[Seite 1414] poet. = μέλας, schwarz, dunkel, finster; αἷμα Il. 1, 303 Od. 16, 441; κῦμα Il. 9, 6; νύξ 5, 310, wie Aesch. Pers. 420; κελαινῇ λαίλαπι ἶσος Il. 1 1, 747; χθών 16, 384; φῦλον, von den Aethiopen, Aesch. Prom. 810; von der Unterwelt, Τάρταρος 1052, κελαινὸς δ' ἄϊδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς 431; κελαιναὶ Ἐρινύες, die grausen, gräßlichen, Ag. 449; νᾶες Soph. Ant. 944; βλέφαρα 1287; κόνις Eur. El. 478; ὄμβρος Empedocl. bei D. L. 8, 59; λόγχα, ξίφος, wahrscheinlich blutbefleckt, Soph. Tr. 853 Ai. 227; vgl. Eur. Bacch. 628; φάσγανον Lycophr. 1169; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.)·- μέλας, σκοτεινοῦ χρώματος, μαῦρος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ὡς ἐπίθετ. τοῦ αἵματος, Ἰλ. Α. 303. Ὀδ. Π. 441· τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 310, κτλ.· κῦμα Ι. 6· λαῖλαψ Λ. 747· χθὼν Π. 384· δέρμα Ζ. 117· ἦτορ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 429· κ. φῦλον, μελαψὴ φυλή, ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Αἰσχύλ. Πρ. 808, πρβλ. Ἱκέτ. 851· κελαιναὶ νᾶες Εὐρ. Τρ. 539· κελ. σκάφος Ἠλ. 478· βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν φωτίζει ὁ Ἥλιος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, σκοτεινός, «μαῦρος», αὐτόθι 434, κτλ.· οὕτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, μαῦρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 463· Στὺξ Λυκόφρ.· ὡσαύτως, κ. ξίφος, λόγχη, μαύρη ἐξ αἵματος, ἢ ἁπλῶς μαύρη, ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ μετάλλου (πρβλ. μελάνδετος), Σοφ. Αἴ. 231, Τρ. 856, Εὐρ. Βάκχ. 628· κ. θῖνα, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου πυθμένος, Σοφ. Ἀντ. 590· λύει κ. βλέφαρα, ἐπὶ τοῦ ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου, αὐτόθι 1302. (Ὁ Κούρτιος ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς √ΚΑΛ (ἢ μᾶλλον ΣΚΑΛ), ὁπόθεν καὶ τὸ κηλίς· πρβλ. Σανσκρ. kâl-as, kal-ankas, Λατ. s-qual-or· ἀρνεῖται δὲ ἐτυμολογικὴν σχέσιν πρὸς τὸ μέλας, μέλαινα).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 noir, sombre;
2 souillé de sang.
Étymologie: cf. skr. k’alas « noir ».