ἀσκέω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκέω Medium diacritics: ἀσκέω Low diacritics: ασκέω Capitals: ΑΣΚΕΩ
Transliteration A: askéō Transliteration B: askeō Transliteration C: askeo Beta Code: a)ske/w

English (LSJ)

   A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439; ἅρμα . . χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592; γόμφοις ἀ. Emp.87: added in aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας elaborately, Il.14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179.    2 of personal adornment, dress out, trick out, ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1; ἐς κάλλος ἀσκεῖ decks herself, E.El.1073; δέμας Id.Tr.1023:—freq. in Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with... Emp.61.4; πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers.182; οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El.452; of buildings, παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169; Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57: abs., οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc.161.    3 in Pi., honour a divinity, do him reverence, δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109; ἀσκεῖται Θέμις O.8.22.    II practise, exercise, train, esp. in Prose and Com., properly of athletic exercise,    1 c. acc. of person or thing, ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47; ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20, cf. Mem.1.2.19; ἐχθρὸν ἐφ' ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν D.3.28:—Pass., σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηνται D.9.52; ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4; τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27; λόγοις D.C.45.2; ἐν παιδείᾳ Id.60.2; πρός τι D.S.2.54.    2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33; λόγους Democr.53a,110; μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg.509e; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg.795b, Thg.128e; ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol.1271b5: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; δίκαια S.OC913; ἀρετήν E.Fr.853, Pl. R.407a; κακότητα A.Pr.1066 (lyr.), cf. S.Tr.384; ἀσέβειαν E.Ba.476; τὰ δίκαια Crates Theb.12; λαλιάν Ar.Nu.931 (anap.): c. dupl. acc., ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10.    3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El.1024; λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr.963; εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr.1067; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating... Id.Ages.11.4.    4 abs., practise, go into training, Pl.R.389c, X.Cyr.2.1.29; οἱ ἀσκέοντες those who practise gymnastics, Hp.Acut. 9; περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9.

German (Pape)

[Seite 371] 1) sorgfältig, künstlich bearbeiten, verzieren; ἤσκειν εἴρια καλά, 3. sing., Iliad. 3, 388; ἑανόν, ὅν οἱ Ἀθήνη ἔξυσ' ἀσκήσασα 14, 179; θρόνονἭφαιστος τεύξει ἀσκήσας 14, 240; κέρα – τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων 4, 110; κρητῆρα – Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν 23, 743; ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται 10. 438; ἑρμῖν' ἀσκήσας Od. 23, 198; χρυσόν – ὁ δ' ἔπειτα βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας 3, 438; χορόν, τῷ ἴκελον οἷόν ποτε Δαίδαλος ἤσκησεν Ἀριάδνῃ, ein Bildwerk, Iliad. 18, 592, vgl. Paus. 9, 40, 2; ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, sorgfältig putzen u. reinigen, Od. 1, 439. Uebh. zieren, schmücken, ἠσκημένη πέπλοις Aesch. Pers. 178; Soph. El. 444; κόσμῳ Her. 3, 1, u. öfter; οἶκος ἠσκημένος, künstlich geschmückt, 2, 130; übh. ausrüsten, 'Έλληνες ναυσίν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι Eur. I. A. 83; σῶμ' ὃπλοις ἠσκήσατο Hel. 1395; ἀσκεῖν εἰς κάλλος El. 1073. – 2) = θεραπεύειν, verehren, δαίμονα Pind. P. 3, 109; θέμις ἀσκεῖται Ol. 8, 22 N. 9, 8. Daraus entspringt die bei den Att. gew. Bdtg, üben, ausüben, wie Her. τέχνην, πεντάεθλον 3, 125. 9, 33 sagt; auch δικαιοσύνην, ἀληθηΐην 1, 96. 7, 209. So κακότητα Aesch. Prom. 1068; τὰ δίκαια Soph. O. C. 917; κακά Tr. 383; λαλίαν Ar. Nubb. 921; μηδὲν ὑγιές Plut. 50; τινά τι. Einen worin, 47; ἔρωτας, πόνον, ἀπάτας Eur. Hell. 1110; ἀσέβειαν Bacch. 476; λόγῳ ἠσκημένον, das vorgegebene, Soph. El. 1208. So stets in Prosa, σοφίαν καὶ ἀρετήν Plat. Euthyd. 283 a; σιωπήν, Stillschweigen beobachten, Xen. Cyr. 5, 3, 43; bes. σῶμα πρός od. εἴς τι, den Körper stärken, von athletischen u. gymnischen Uebungen, Mem. 1, 2, 19 Cyr. 2, 1, 20 u. Sp.; Phryn. in B. A. 17 erkl. τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν; auch ohne σῶμα, Plat. Lach. 128 e; στάδιον, παγκράτιον, sich im Wettlauf, P. üben, Legg. VII, 795 b; τὰ περὶ τὸν πόλεμον VIII, 832 b; c. inf., ἀσκῶ ποιεῖν, ich bemühe mich zu thun, Xen. Cyr. 5, 5, 12; εὐπετῶς φέρειν Mem. 2, 1, 6; εὖ ἠσκηκότες, den ἀνάσκητοι entgeggstzt, Cyr. 8, 8, 20; ἠσκημένος ἀνήρ Mem. 3, 13, 6; εἰς ἀγῶνα ἄμεινον ἡμῶν ἤσκηται Dem. 9, 52; auch Sp. Bei Is. 7, 14 παῖδα neben δι' ἐπιμελείας ἔχειν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκέω: μέλλ. -ήσω, κατεργάζομαι ἀκατέργαστον ὑλικόν, εἴρια, κέρατα Ἰλ. Γ. 388· κατασκεάζω τι περιέργως μετὰ τέχνης, ἐπεξεργάζομαί τι τεχνηέντως, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν Ἰλ. Ψ. 743· ἑρμῖν’ ἀσκήσας, κλινόποδα κατασκευάσας, Ὀδ. Ψ. 198· πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα, διπλώσασα καὶ διευθετήσασα, Α. 439· ἅρμα… χρυσῷ… εὖ ἤσκηται, εἶναι καλῶς ἐπεξειργασμένον, κεκοσμημένον διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Κ. 438· χορὸν ἤσκησεν (ἴδε τὴν λέξ. χορὸς) σ. 592: - συχνὰ προστίθεται εἰς ῥήματα κατὰ μετοχ. ἀορίστου: [[[θρόνον]]] τεύξει ἀσκήσας, θὰ κατασκευάσῃ θρόνον μετὰ τέχνης. Ξ. 240· [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περιχεῦεν ἀσκήσας Ὀδ. Γ. 437· [ἑανὸν] ἔξυσ’ ἀσκήσασα Ἰλ. Ξ. 178, πρβλ. Δ. 110. 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ἐνδύω ἐπιμελῶς, στολίζω, κοσμῶ, παρασκευάζω, ἀσκεῖν τινα κόσμῳ Ἡρόδ. 3. 1· ἀσκεῖν εἰς κάλλος Εὐρ. Ἠλ. 1073· δέμας Εὐρ. Τρῳ. 1023: - συχν. ἐν τῷ παθ., πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη Αἰσχύλ. Πέρσ. 182 (ἴδε Γλωσσ. Blomf.)· οὐ χλιδαῖς ἠσκημένος Σοφ. Ἠλ. 452· οὕτως ἐπὶ οἰκοδομῶν, παστὰς ἠσκημένη στύλοις Ἡρόδ. 2. 169· Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα ὁ αὐτ. 3. 57· ἀπολ., οἴκημα ἠσκημένον ὁ αὐτ. 2. 130· ἀλλ’ οὐκ Ὀρέστου (ἐνν. σῶμα βαστάζεις), πλὴν λόγῳ ἠσκημένον, λόγῳ πεπλασμένον, Σοφ. Ἠλ. 1217· Μέσ., προὔργου δ’ ἐς ἀλκὴν σῶμ’ ὅπλοις ἠσκήσατο, ἐγκαίρως δ’ ἐκόσμισε δι’ ὅπλων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα, ἢ ἐγύμνασεν αὐτὸ ἐγκαίρως εἰς τὰ ὅπλα, Εὐρ. Ἑλ. 1379, πρβλ. Ἄλκ. 161. 3) παρὰ Πινδ., τιμῶ θεότητά τινα, σέβομαι, λατρεύω αὐτήν, Λατ. colere, δαίμονα ἀσκ. θεραπεύων Π. 3, 193· ἀσκεῖται θέμις ὁ αὐτ. Ο. 8. 29. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττ., ἔν τε τῇ κωμῳδίᾳ καὶ τῷ πεζῷ λόγῳ, ἐξασκῶ, γυμνάζω, παιδεύω, Λατ. exerecere, κυρίως ἐπὶ ἀθλητικῶν, ἀσκήσεων καὶ τῶν τοιούτων: Συντάσσεται δέ, 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου προσώπου ἢ πράγματος, ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ἀριστοφ. Πλ. 47· ἀσκεῖν τὸ σῶμα εἰς ἢ πρός τι, εἴς τι ἢ πρός τινα σκοπόν, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 20, Ἀπομν. 1. 2, 19· ἐχθρὸν ἐφ’ ἡμᾶς αὐτοὺς τηλικοῦτον ἠσκήκαμεν Δημ. 36. 13: - Παθ., σώματα εὖ ἠσκημένα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 41· ἀσκεῖσθαί τι αὐτόθι 2. 1, 24· ἀσκεῖσθαι λέγειν Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 4· τὴν κυνικὴν ἄσκησιν ὁ αὐτ. Τόξ. 27· τινι, ἔν τινι Δίων Κ. 45. 2., 60, 2· πρός τι Διόδ. 2. 54: - παρ’ Ἐκκλ., ἀσκῶ εἰς σκληραγωγίαν τὸ σῶμα, ἀπονεκρῶ τὰ πάθη. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀσκουμένου πράγματος, ἀσκ. τέχνην πεντάεθλον Ἡρόδ. 3. 125., 9. 33· μανθάνειν καὶ ἀσκ. τι Πλάτ. Γοργ. 509Ε· ἀ. παγκράτιον, στάδιον, κτλ. ὁ αὐτ. Νόμ. 795Β, Θεάγ. 128Ε· ἠσκημέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 34: - συχν. μεταφ., ἀσκ. τὴν ἀλήθειαν, τὴν δικαιοσύνην Ἡρόδ. 7. 209., 1. 96· δίκαια Σοφ. Ο. Κ. 913· ἀρετὴν Εὐρ. Ἀποσπ. 219. Πλάτ.· κακότητα Αἰσχύλ. Πρ. 1066, πρβλ. Σοφ. Τρ. 384· ἀσέβειαν Εὐρ. Βάκχ. 476· λαλιὰν Ἀριστοφ. Νεφ. 931, πρβλ. Blomf. Αἰσχύλ. Πρ. 1102· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἀσκ. αὐτὸν τὰ πολεμικὰ Ξεν. Κύρ. 8. 6, 10. 3) μετ’ ἀπαρεμ., ἄσκει τοιαύτη… μένειν, προσπάθει νὰ μένῃς τοιαύτη…, Σοφ. Ἠλ. 1024· οὕτω, λέγειν ἠσκηκότες ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 865· ἀσκ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 45., 5. 5. 12· ἤσκει δὲ ἐξομιλεῖν μὲν παντοδαποῖς, χρῆσθαι δὲ τοῖς ἀγαθοῖς, συνείθιζε δὲ νὰ συναναστρέφηται μὲν μετὰ πανταδοπῶν ἀνθρώπων, νὰ ἔχῃ δὲ φίλους τοὺς ἀγαθούς, ὁ αὐτ. Ἀγησίλ. 11. 4. 4) ἀπολ. ἀσκοῦμαι, ἐκπαιδεύομαι, προσπαθῶ, κοπιάζω, Πλάτ. Πολ. 389C· οἱ ἀσκέοντες, οἱ ἀσκούμενοι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 384, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 29· περί τι Πολύβ. 9. 20, 9. - Πρβλ. ἀσκητός, ἀσκητέον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἤσκουν, f. ἀσκήσω, ao. ἤσκησα, pf. ἄσκηκα;
Pass. f. ἀσκηθήσομαι, ao. ἠσκήθην, pf. ἤσκημαι;
I. travailler des matériaux bruts, façonner : εἴρια IL travailler de la laine ; p. suite :
1 travailler avec art : ἀργύρεον κρητῆρα IL fabriquer une coupe d’argent ; ἅρμα χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ IL rehausser un char d’or et d’argent;
2 disposer avec art, avec goût : χορόν IL un chœur de danse ; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα OD ayant plié et lissé la tunique;
3 en gén. parer, orner : τινα κόσμῳ HDT parer qqn ; ἠσκημένη πέπλοις ESCHL parée d’un péplum ; οἴκημα ἠσκημένον HDT maison magnifiquement ornée;
4 équiper : ναυσὶν, ἀσπίσιν ἠσκημένοι EUR munis de vaisseaux, de boucliers;
II. assouplir par l’exercice, exercer : τὸ σῶμα πρός τι XÉN, εἴς τι XÉN façonner le corps à qqe habitude ; pratiquer, mettre en pratique, s’exercer à, s’appliquer à : τέχνην HDT, πεντάεθλον HDT s’exercer à un art, à l’épreuve du pentathle ; fig. δικαιοσύνην HDT, τὰ δίκαια SOPH pratiquer la justice ; avec l’inf. s’exercer à faire qch ; abs. s’habituer aux exercices gymnastiques ; avec double rég. : ἀ. τινά τι XÉN exercer qqn à qch;
Moy. ἀσκέομαι-οῦμαι (f. ἀσκήσομαι, ao. ἠσκησάμην) s’exercer à, acc..
Étymologie: DELG ?