χύτλον

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτλον Medium diacritics: χύτλον Low diacritics: χύτλον Capitals: ΧΥΤΛΟΝ
Transliteration A: chýtlon Transliteration B: chytlon Transliteration C: chytlon Beta Code: xu/tlon

English (LSJ)

τό, (χέω)

   A anything that can be poured, liquid, fluid; esp.,    1 in pl., χύτλα, water for washing, the bath, Lyc.1099, Euph.9.7; but also, libations to the dead, Berl.Sitzb. 1927.161 (Cyrene), A.R.1.1075, 2.927, Orph.A.32.    2 a mixture of water and oil, elsewh. ὑδρέλαιον, rubbed in after bathing, Erot. s.v. χυτλάζηται.    3 running water, stream, Lyc.701.

German (Pape)

[Seite 1385] τό, Alles, was man gießen kann, Flüssigkeit; dah. bes. – a) das Waschwasser, Badewasser. – b) eine Mischung von Wasser und Oel, sonst ὑδρέλαιον, womit man sich nach dem Bade oder gegen Ermüdung salbte und einrieb, Galen. – c) Flußwasser, fließendes Gewässer, Lycophr. 701. – d) im plur. τὰ χύτλα = χοαί, die zu einem Trankopfer, bes. zu einem Todtenopfer gehörenden Flüssigkeiten, das Todtenopfer selbst, Ap. Rh. 1, 1075, oft, Orph. Arg. 571.

Greek (Liddell-Scott)

χύτλον: τό, (χέω) πρᾶγμα οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· μάλιστα δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, ὕδωρ πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ ὡσαύτως, σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) μῖγμα ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως ὑδρέλαιον, δι’ οὗ ἐτρίβοντο μετὰ τὸ λουτρόν, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. ξηραλοιφέω. 3) ποτάμιον ὕδωρ, ῥέον ὕδωρ, ποταμός, Λυκόφρ. 701.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
liquide.
Étymologie: χέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό
2. στον πληθ. τὰ χύτλα
το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.)
3. τρεχούμενο νερόπολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...», Λυκόφρ.)
4. χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + επίθημα -θλον με ανομοιωτική τροπή του δασέος -θ- σε -τ- (πρβλ. ἐχέ-τλη, χίμε-τλον)].