συναλλάσσω
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
Att. συναλλάττω, pf.
A συνήλλαχα SIG742.55 (Ephesus, i B.C.). etc.: 2 aor. Pass. συνηλλάγην PTeb.329.10:—bring into intercourse with, associate with, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις A. Th.597:—Pass., have intercourse with, Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις E.Andr.1245; ᾗ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοί S.Aj.493. 2 reconcile, τινάς τισι Th.1.24; τινας, opp. διαλλάττειν, X.Vect.5.8; τινὰς εἰς εἰρήνην Act.Ap.7.26: abs., Pl.Lg.930a:—Pass. and Med., to be reconciled or come to terms with, make a league or alliance with, πρός τινας Th.8.90, X.An.1.2.1: abs., make peace, Th.5.5, X.HG2.4.43, etc.; μετρίως on fair terms, Th.4.19. II intr., have dealings with another, S.OT1110, E.Heracl.4; ἦ ξυνήλλαξάς τί που; hast thou had any dealings with him, S.OT1130. 2 enter into engagements or contracts (cf. συνάλλαγμα 11), Leg.Gort.9.44, al., Arist.EN1162b24, 1178b11, D.24.192, Din. ap. Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost. 1892/3p.7, PCair.Zen.359.6, 12 (iii B.C.), SIGl.c.; οἱ συνηλλαχότες the parties to a contract, PTeb.5.212 (ii B.C.), cf. POxy.34i 10, al. (ii A.D.): c. acc. cogn., τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων D.30.12, cf. D.H.6.22, BGU1062.10:—Pass., to be the subject of a contract, PTeb.329.10 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., aussöhnen, vereinigen, Aesch. Spt. 579; so pass., καί σ' ἀντιάζω πρός τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης ἐμοί, Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; πρός τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλάσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― φέρω εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, πρός τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., κάμνω εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· ὡσαύτως, ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ αὐτοῦ ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) ἔρχομαι εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε συνάλλαγμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο πρᾶγμα συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; Pass. avoir des relations avec, être uni ou s’unir avec, τινι;
2 réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; Pass. se réconcilier : πρός τινα avec qqn;
II. intr. avoir des relations avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀλλάσσω.
English (Thayer)
(συνελαύνω) 1st aorist συνήλασα; from Homer down; to drive together, to compel; tropically, to constrain by exhortation, urge: τινα εἰς εἰρήνην, to be at peace again, R G (εἰς τόν τῆς σοφίας ἐρωτᾷ, Aelian v. h. 4,15).