κόκκυ
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
A cuckoo! the bird's cry, Ar.Av.505; as an exclam., now! quick! (ταχύ Suid.), κόκκυ, πεδίονδε ib.507; κόκκυ, μεθεῖτε quick—let go, Id.Ra.1384; οὐδὲ κ., = οὐδὲ βραχύ, AB105. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1471] drückt eigtl. den Kuckucksruf aus, ὁπόθ' ὁ κόκκυξ εἴποι κόκκυ Ar. Av. 505; übh. ein Zuruf, wie Ran. 1380, μὴ μεθῆσθον πρὶν ἂν ἐγὼ σφῷν κοκκύσω, nachher κόκκυ μεθεῖτε, kuckuck laßt los. In der Stelle der Av. wird als sprichwörtlich angeführt κόκκυ, ψωλοὶ πεδίονδε, auf ins Feld, die VLL. erkl. ταχύ; in B. A. 105, 22 οὐδὲ κόκκυ, ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχύ.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκῡ: κυρίως ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «κούκκου»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπιφώνημα, = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), κόκκυ, πεδίονδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· κόκκυ, μεθεῖτε, ἐμπρὸςἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ κόκκυ, ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, κοάξ· ἐντεῦθεν κόκκυξ, κοκκύζω· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. cuculus· Ἀρχ. Γερ. gauh (Σκωτικ. gouh), Γερμ. kukuk, Λιθ. kukúti (κοκκύζειν), κτλ.)
French (Bailly abrégé)
interj.
« coucou », cri de l’oiseau de ce nom ; p. ext. allons !.
Greek Monolingual
κόκκυ (Α)
1. κούκου, η φωνή του κόκκυγα, του κούκου
2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» — εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση της φωνής του κούκου), προήλθε από ανομοίωση και συνδέεται με αρχ. ινδ. kōkila «κούκος», λατ. cucūlus και νέο άνω γερμ. Kuckuck].