ὀσφύς

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

German (Pape)

[Seite 401] ύος, ἡ, od. ὀσφῦς, Arcad. 92 (nach Arist. H. A. 1, 12 von ἰσοφυής), die Hüfte; μακρὰν ὀσφὺν πυρώσας, Aesch. Prom. 495, vom Schenkelknochen der Opfer, wie Ar. Pax 1018; Vesp. 225 heißt es von den Wespen ἔχουσι γὰρ καὶ κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος; – Her. 2, 40; Xen. Hipp. 1, 12 u. Sp. ὀσφὺς διπλῆ, die oberhalb der Hüften vorstehenden fleischigen Theile am Ende des Rückens, die Hanke. – Den acc. ὀσφύα hat Strat. 55 (XII, 213).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφύς: ἡ, γεν. ὀσφύος· αἰτ. ὀσφύν, ὡσαύτως ὀσφύα, Ἀνθ. Π. 12. 213· - τὸ κατὰ τοὺς νεφροὺς μέρος τῶν νώτων, «τὰ νεφρά», ἡ μέση, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὦμμοι, Ἡρόδ. 2. 40, Αἰσχύλ. Πρ. 497· Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1. 12· ἐπὶ σφηκῶν, ἔχουσι κέντρον ἐκ τῆς ὀσφύος Ἀριστοφ. Σφ. 225, πρβλ. 740· - ὁ Ξεν. περιγράφει τὴν ὀσφύν τοῦ ἵππου, - ὀσφὺς ἡ διπλῆ τῆς ἁπλῆς καὶ ἐγκαθῆσθαι μαλακωτέρα καὶ ἰδεῖν ἡδίων Ἱππ. 1, 11· αὕτη δὲ ἡ διπλῆ ὀσφύς, καλουμένη οὕτως ὡς ἐκ τῆς αὔλακος ἥτις ἐκτείνεται κατὰ μῆκος τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ἑρμηνεύεται οὐχὶ ἀκριβῶς duplex spina ὑπὸ τοῦ Οὐάρρωνος καὶ τοῦ Οὐεργιλίου ἐν τοῖς Γεωργ. 3. 87. 2) παρὰ τοῖς Ἑλληνισταῖς, μεταφορ., ὁ καρπὸς τῆς ὀσφύος, ἐπὶ υἱοῦ, Πράξ. Ἀποστ. β΄, 30, πρβλ. Ἑβδ. (Γεν. ΛΕ΄, 11, κ. ἀλλ.). 3) περιζώννυσθαι ἢ ἀναζώννυσθαι τὴν ὀσφύν Ἑβδ., καὶ Καιν. Διαθ. - Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ σχετίσῃ τὸ ὀσφὺς πρὸς τὸ ψύα, ψόα, παραβάλλων τὸ Σανσκρ. sphik (νεφροί).) [ῡ κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. ἑνικ., ἅπερ φέρονται ὀσφῦς, ὀσφῦν παρὰ τῷ Ἡρῳδιανῷ π. μον. λέξ. σ. 31, Ἰω. Ἀλεξ. 8, Ἀρκάδ. 92· πρβλ. ὀφρῦς].

French (Bailly abrégé)

ὀσφύος (ἡ) :
acc. ὀσφύν, rar. ὀσφύα;
partie du corps au-dessus des hanches, reins, flanc.
Étymologie: DELG plusieurs parties du corps en -ύς, mais rien de plus.

English (Thayer)

(or ὀσφύς, so R Tr in G in Chandler §§ 658,659; Tdf. Proleg., p. 101), ὀσφύος, ἡ, from Aeschylus and Herodotus down;
1. the hip (loin), as that part of the body where the ζώνη was worn (the Sept. for מָתְנַיִם): περιζωννυσθαι τάς ὀσφύας, to gird, gird about, the loins, ἀναζωννυσθαι τάς ὀσφύας (to gird up the loins), ἀναζώννυμι.
2. a loin, the Sept. several times for חֲלָצַיִם, the (two) loins, where the Hebrews thought the generative power (semen) resided (?); hence, καρπός τῆς ὀσφύος, fruit of the loins, offspring, καρπός, 1at the end); ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς ὀσφύος τίνος, to come forth out of one's loins i. e. derive one's origin or descent from one, ἐξέρχομαι, 2b.); ἔτι ἐν τῇ ὀσφύϊ τίνος, to be yet in the loins of someone (an ancestor), Hebrews 7:10.