παραίτησις
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A supplication, entreaty, π. παραιτεῖσθαι Pl.Criti.107a; μηδεμία τῆς μονῆς π. γιγνέσθω no application for leave to stay, Id.Lg.915c; πρόφασιν εἰσδέχεσθαι καὶ π. Plb.16.17.8; petition, POxy.899v21 (iii A. D.). II deprecating, Th.1.73; excuse, apology, Plb.39.1.5, Jul.Or.2.64a (pl.), Chor. in Rev.Phil.1.73, etc.; pardon, ἁμαρτημάτων Ph.2.296, cf. 223. 2 declining, Plu.2.124b; dismissal, D.C.78.22. III intercession, begging off, Gorg.Pal.33, D.9.37.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, das Erbitten, Besänftigen, um Verzeihung Bitten; Thuc. 1, 73; Pol. 40, 6, 5; vgl. auch Plat. Legg. XI, 915 c. – Auch das Verbitten, Abschlagen, D. C. 78, 22, Losbitten, 52, 42.
Greek (Liddell-Scott)
παραίτησις: ἡ, ἔνθερμος παράκλησις, ἱκεσία, δέησις, παρ. παραιτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 107Α· μηδεμία τῆς μονῆς παρ. γιγνέσθω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ ἄδεια πρὸς διαμονήν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 915C. ΙΙ. παραιτήσεως ἕνεκα = ὅπως παραιτησώμεθα, «ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην» (Σχόλ.), Θουκ. 1. 73· αἴτησις συγγνώμης, ἀπολογία, Πολύβ. 40. 6, 5, κτλ.· - συγχώρησις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ. 2) τὸ ἀποφεύγειν ἢ ἀπωθεῖν τι, τὸ μὴ παραδέχεσθαί τι, Πλούτ. 2. 124Β· ἐγκατάλειψις ἢ ἀπάρνησις δικαιωμάτων, Δίων Κ. 78. 22· παραίτησις, ἐγκατάλειψις ὑπουργήματος, Ἄννα Κομν. 1. 143. ΙΙΙ. μεσιτεία ὑπέρ τινος πρὸς ἀπαλλαγήν, αἴτησις χάριτος ὑπέρ τινος, Δημ. 120. 26.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 demande de pardon;
2 action de refuser, de décliner;
3 action de solliciter pour, d’intercéder pour.
Étymologie: παραιτέομαι.
Greek Monotonic
παραίτησις: ἡ,
I. θερμή προσευχή, ειλικρινής ικεσία, σε Πλάτ.
II. αποδοκιμασία, κατάκριση, σε Θουκ.
III. μεσολάβηση για κάτι, παράκληση για την απαλλαγή από κάτι, σε Δημ.