ὅλος

From LSJ
Revision as of 19:44, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅλος Medium diacritics: ὅλος Low diacritics: όλος Capitals: ΟΛΟΣ
Transliteration A: hólos Transliteration B: holos Transliteration C: olos Beta Code: o(/los

English (LSJ)

η, ον, Ion. οὖλος, η, ον, as in Hom. (twice, v. infr.), Xenoph. (v. infr.), Parm.8.4, Hp.Acut.14, Carn.13, al. (but ὅλος in Hdt.2.126, 4.64,7.167, 8.113 (cf.

   A ἡμι-ολίας 5.88), Hp.Epid.1.7, Herod.3.18,5.12, 6.7 (but οὖλος 8.56) ; ὅλως dub. in Thgn.73 codd.) :—whole, entire, complete in all its parts, of persons and things, ἄρτος οὖλος a whole loaf, Od.17.343 ; μηνὶ δ' ἄρ' οὔλῳ in a whole month, 24.118 ; οὖλος ὁρᾷ, οὖλος δὲ νοεῖ, οὖλος δέ τ' ἀκούει (sc. ὁ θεός) Xenoph.24 ; ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός, i.e. the full moon, Pi.O.3.19 ; ὁ ὅ. χρόνος ib.2.30 ; τρεῖς ὅλους . . ἑκμήνους χρόνους S.OT1136 ; ἐπ' ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων a whole city, E.Ph.1131 ; ἐκπιεῖν ὅλον πίθον Id.Cyc.217 ; ὅλους ἐκ κριβάνου βοῦς Ar.Ach.85 ; λαβράκιον ὀπτᾶν ὅ. Antiph.222.3, etc. ; πόλεις ὅλαι whole, entire cities, Pl.Grg.512b ; ὅλη ἡ πόλις, the city as a whole, Id.R.519e ; ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν learn whole poets by heart, Id.Lg.811a : it may either precede the Art. or follow the Subst., τῆς ἡμέρας ὅλης in the course of the whole day, X.An.3.3.11 ; δι' ὅλης τῆς νυκτός ib.4.2.4 ; ὅλην τὴν νύκτα or τὴν νύκτα ὅλην, Id.Cyr. 7.5.15, Men.67.2, Pl.Smp.219c ; ὅ. τὸ δέρμα Men.498 ; ἡ πόλις ὅ. Id.882, etc. : less freq. between Art. and Subst., τὸν ὅ. ἀμφὶ χρόνον Pi. O.2.30 ; ἡ ὅ. ἀδικία Pl.R.344c ; τὸ ὅ. πρόσωπον Id.Prt.329e ; τῇ ὅ. φάλαγγι X.An.4.8.11 : joined with εἷς, ἡμέρας . . οὐχ ὅλης μιᾶς S.Ph. 480 ; εἶδος ἓν ὅλον Pl.Ti.56e ; with πᾶς, ὅλην καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν Id.Lg.808a, cf. R.486a ; πρὸς τῷ διακινδυνεύειν ὅ. καὶ πᾶς ἦν Plb.3.94.10 (so without πᾶς, οὕτως ἔκφρων ἦν καὶ ὅλος πρὸς τῷ λήμματι καὶ τῷ δωροδοκήματι, ὥστε . . D.19.127) ; τὸ ὅ. αὐτοῖς ἦν καὶ τὸ πᾶν Ἀπελλῆς Plb.5.26.5.    2 whole, i. e. safe and sound, ὑγιὴς καὶ ὅ. Lys.6.12, cf. Pl. Men.77a.    3 entire, utter, ὅ. ἁμάρτημα an utter blunder, X.HG5.3.7 ; πλάσμα ὅ. ἐστὶν ἡ διαθήκη utter fiction, D.45.29.    4 neut. as Adv., ὅλον or τὸ ὅ. wholly, entirely, διαφέρει ὅ. τε καὶ πᾶν Pl.Alc.1.109b ; διαφέρει ὅ. καὶ τὸ πᾶν Id.Lg.944c ; ὅλῳ καὶ παντί Id.Phd.79e ; τῷ ὅ. καὶ παντὶ διοίσει Id.R.527c ; τῷ παντὶ καὶ ὅ. Id.Lg.734e ; εἰς τὸ ὅ. Id.Plt. 302b : with a Prep., κατὰ ὅλον on the whole, generally, opp. ἀπολαβὼν μέρος τι, Id.R.392d ; so κατὰ ὅλου Id.Men.77a ; δι' ὅλου, καθ' ὅλου (v. διόλου, καθόλου) ; αἱ κράσεις δι' ὅλων Plu.2.1078c, cf. 1078d : in this signf. also without a Prep., τὸ μὲν ὅ. generally speaking, Pl.Phdr. 261a, D.44.11 ; τὸ δ' ὅ. and in general, in short, PTeb.33.16 (ii B. C.) ; οὐδὲ Φιλόξενον ὅλ' ἐξ ὅλων εὗρον I have entirely failed to find P., POxy. 936.20 (iii A. D.).    5 = πᾶς, all, ὅλων στρατηγός S.Aj.1105, cf. Men. Pk.225, Nonn.D.47.482, AP5.216 (Paul. Sil.), 7.679 (Sophronius) ; ὅλη πόλις every city, LXX 1 Ki.14.23 ; πρὸ τῶν ὅ. τὸ προσκύνημά σου ποιῶ before all things, PTeb.418.4 (iii A. D.) ; ἀσπάζομαι . . πάντας τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ ὅ. κατ' ὄνομα PLond.2.404.15 (iv A. D.), cf. PIand. 13.20 (iv A. D.).    II as Subst., τὸ ὅ. the universe, Pl.Grg. 508a, Ly.214b, etc. ; differing from τὸ πᾶν, as implying a definite order, Arist.Metaph.1024a3, cf. Pl.Tht.204a sq. (but as not including void, Placit.2.1.7) ; also ἡ τῶν ὅ. τάξις X.Cyr.8.7.22.    2 τὰ ὅ. one's all, τὰ ὅ. πεπρακέναι D.18.28 ; τοῖς ὅ. ἡττᾶσθαι lose one's all, be utterly ruined, Id.9.64 ; in full, τοῖς ὅ. πράγμασιν ἐσφαλμένος Plb. 18.33.1, etc. ; τοῖς ὅ., = ὅλως, altogether, Philipp. ap. D.18.39 : with neg., not at all, Phld.Rh.2.135S., Aristid.2.274,304J. ; τοῖς ὅ. ἠφάνισαν utterly destroyed it, PRyl.152.14 (i A. D.), cf. Aristid.2.262J. ; κινδυνεύει τῷ ὅ. ἐξαρθῆναι there is a risk of its being entirely carried away, PRyl.133.19 (i A. D.).    III Adv. ὅλως (Dor. οὔλως Pempel. ap.Stob.4.25.52) wholly, altogether, ὅ. σοφόν Pl.R.568a ; ἀλγοῦνθ' ὅ. Id.Phlb.36a ; ὅ. ψεύδεται he speaks utter falsehood, Isoc.15.31, etc.    2 on the whole, speaking generally, in short, ὅ. δ' οὐδεὶς ἔστιν ὅντιν' οὐ πεφενάκικ' ἐκεῖνος D.2.7, cf. 14,al. ; διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅ. τὰς ἐπιθυμίας Pl.R.437b, cf. Cra.406a ; τί οὖν κωλύει πάντα ἀφῃρῆσθαι καὶ ὅ. τὴν πολιτείαν ; D.20.3 ; ὅ. εἰπεῖν Arist.Ph.202b19, etc.    3 freq. with a neg. (first in Thgn.73, s. v. l.), οὐχ ὅ. or ὅ. οὐ not at all, ὅ. μὴ διαλέγεσθαι X.Mem.1.2.35 ; ὅ. οὔτ' ἀφελὼν οὔτε προσθείς D.3.35 ; οὔτ' ἐλεῶν οὔθ' ὅ. ἄνθρωπον ἡγούμενος Id.21.101, cf. 46 ; οὐδὲ εἷς ὅ. Men.65.9 ; μὴ ὄντος ὅ. τοῦ Σωκράτους Arist.Cat.13b19 ; μηδὲ ὅ. εἶναι τοὺς θεούς Luc.Tim.10.    4 actually, really, καλῶς ποιήσεις ἐλθοῦσα . . πρὸς ἡμᾶς ἵνα ὅ. ἴδωμέν σε POxy.1676.31 (iii A. D.) ; so perh. in 1 Ep.Cor.5.1. (ὅλ (ϝ) ος from I.-E. *sólwos, cf. Skt. sárvas 'whole', and perh. Lat. salus, salvus.)

German (Pape)

[Seite 326] ion. u. ep. οὖλος, s. unten (heil, vgl. salvus, solidus), ganz, unversehrt, vollständig; ὅλον στρατόν, Pind. Ol. 11, 45; ὅλον ἂν χρόνον, N. 3, 47; vgl. Ol. 2, 33; ὅλον ἑσπέρας όφθαλμόν, vom Vollmonde, Ol. 3, 20; ἡμέρας τοι μόχθος οὐχ ὅλης μιᾶς, Soph. Phil. 478; ὕπαρχος ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγός, nicht Feldherr über das ganze Heer, Ai. 1084; ἐκπιεῖν ὅλον πίθον, Eur. Cycl. 216; ἐπ' ὤμοις ὅλην πόλιν φέρων, Phoen. 1138; τῆς ἡμέρας ὅλης, den ganzen Tag hindurch, Xen. An. 3, 3, 11; δι' ὅλης τῆς νυκτός, 4, 2, 4; u. so auch bei Plat. neben dem subst. mit dem Artikel, ὅλῳ τῷ ὀνόματι Crat. 393 e, τὸν βίον ὅλον Rep. III, 411 a, τὴν νύκτα ὅλην Conv. 219 c; wenn es einen Gesammtbegriff ausdrücken soll, steht τὴν ὅλην ἀδικίαν ἠδικηκώς, Rep. I, 344 c, πρὸς τὸ ὅλον πρόσωπον, Prot. 329 e; auch ohne Artikel, ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν Legg. VII, 811 a, πόλεις ὅλας σώζει Gorg. 512 b; dem ἥμισυ entgegengesetzt, Conv. 191 b; ὅλην καὶ πᾶσαν οἰκίαν, Legg. VII, 808 a; ὅλος und πᾶς unterschieden Theaet. 204 b; – τὰ ὅλα πράγματα, die Hauptsache, das Ganze, Dem. 1, 3; vgl. Xen. Cyr. 8, 1, 13; ἡ τῶν ὅλων τάξις, 8, 7, 22; κινδυνεύειν τοῖς ὅλοις πράγμασιν, von der höchsten Gefahr, wo Alles auf dem Spiele steht, Pol. 1, 70, 1; so σφάλλεσθαι, 18, 16, 1, ἀγνοεῖν, 18, 19, 6, κρατεῖν τῶν ὅλων, 3, 90, 11 u. öfter; auch τοῖς ὅλοις πρῶτος οὐ τύχην, οὐδ' ἀνάγκην διακοσμήσεως ἀρχήν, ἀλλὰ τὸν νοῦν ἐπέστησε, Plut. Pericl. 5, vom Anaxagoras, dem All, allen Dingen, der ganzen Welt; τὸ ὅλον, das Ganze, Plat. oft. – Adverbial werden ὅλον und τὸ ὅλον gebraucht, im Ganzen, überhaupt, διαφέρει δὲ ὅλον που καὶ τὸ πᾶν, Plat. Legg. XII, 944 c Alc. I, 109 b; καὶ τὸ ὅλον, Xen. Mem. 4, 1, 2; εἰς τὸ ὅλον, Plat. Polit. 302 b; καθ' ὅλον, Rep. III, 392 d; auch καθ' ὅλου, Men. 77 a, ein bei Arist. sehr häufiger Ausdruck, auch als ein Wort geschrieben, s. oben, dem καθ' ἕκαστα, den einzelnen Beziehungen, entgegengstzt; ὅλῳ καὶ παντί, ganz und gar, Plat. Phaed. 79 c u. öfter, auch τῷ ὅλῳ καὶ παντί, Rep. VII, 527 ci Pol. vrbdt oft ὅλος καὶ πᾶς, ganz und gar, εἶναι πρός τινι, 3, 94, 10. 32, 1, 5; τὸ ὅλον αὐτοῖς ἦν καὶ πᾶν Ἀπελλῆς, er war ihr Eins und ihr Alles, 5, 26, 5. – Adv. ὅλως, gänzlich, im Ganzen, überhaupt, Plat. Phaed. 64 e; bes. nach Aufzählungen, wie denique, kurz, διψῆν καὶ πεινῆν καὶ ὅλως τὰς ἐπιθυμίας, Rep. IV, 437 b; vgl. Dem. Lpt. 3 u. Wolf p. 220; οὐχ ὅλως, ganz und gar nicht, Pol. 20, 5, 10 u. A.; οὐδὲ ὅλως, überall nicht einmal, Ath.