ὀτρηρός
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ά, όν, (cf. ὀτρύνω)
A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735. II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.
German (Pape)
[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.
English (Autenrieth)
(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.
Greek Monolingual
ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].