πίνω
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
[ῑ], Ep. inf. πινέμεναι and -έμεν, Il.4.346, Od.7.220 : Ion. impf.
A πίνεσκον Il.16.226: fut. πίομαι 13.493, Thgn.962, A.Ch.578, S. OC622, Ar.Eq.1289, 1401, Fr.311; later πῐοῦμαι Arist.Rh.1370b18, Ael.VH12.49, etc.; also as f.l. in earlier authors, πιεῖσθαι Hp.Int.12, πιεῖσθε X.Smp.4.7, but rejected by Phryn.23, Ath.10.446d; 2sg. πίεσαι LXXDe.28.39, Ev.Luc.17.8: aor. ἔπῐον, Ep. πίον Il.22.2, etc.; 2sg. subj. πίῃσθα 6.260; imper. πίε Od.9.347, Men.151, Carm.Pop. 33, (ἐκ-) E.Cyc.563, Orph.Fr.32 b iii; also πῖθι Cratin.141, Ion Trag. 27, Ar.V.1489, Amips.18, Antiph.163.1, etc., (ἔκ-) E.Cyc.570; πίει, πίεις, Kretschmer Griech. Vaseninschr.p.195; inf. πιεῖν Od.8.70, Hdt. 4.172, etc.; later contr. πεῖν AP11.140 (Lucill.), Mim.Oxy.413.66, PMag.Lond.121.738, PFlor.101.8 (i A. D.), etc.; Ep. πῐέμεν Od.15.378, πιέειν Il.4.263, πιέναι f.l. for ὑπιέναι in Hp.Epid.5.18; part. πῐών, πῐοῦσα, Il.24.102, etc., πῐέουσα Hp.Epid.7.11:—Med., subj. πινώμεθα Hermipp.25; imper. πίνεο Nic.Th.912: πίομαι [ῑ] as pres. Med., Ibyc.17 (s.v.l.), Pi.O.6.86, and so ἐκπίομαι [ῑ] Ar.Ach.199, ἐμπίομαι [ῐ] Thgn.1129 (Pass. in AP5.43 (Rufin.)):—Pass., Od.20.312, Hp.Aër. 9, etc.: Ep.impf. πίνετο Od.9.45.—Other tenses are from πω- or πο-, pf. πέπωκα A.Th.821, etc.:—Pass., fut. ποθήσομαι (κατα-) Ar.V.1502, (ἐκ-) Plu.2.240e: aor. ἐπόθην (ἐξ-) A.Ch.66, (κατ-) Pl.Criti.111d: pf. inf. πεπόσθαι Thgn.477: Aeol. pres. πώνω Alc.20,52, Supp.20.3: aor. imper. πῶθι, τῶ, EM698.52. [ῑ always in πίνω. πίνομαι; ῐ always in aor. ἔπιον, hence πίε must be read for πῖνε in AP11.19 (Strat.), and ἔπῑνον for ἔπιον in Anacreont.5.5: Hom. has ἐθέλουσι δὲ πῑέμεν ἄμφω Il.16.825, cf. Od.18.3; but καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε 15.378; in imper. πῖθι, ῑ always.—In fut. πίομαι Hom. and Trag. use ῑ, Il.13.493, A.Ch. 578, S.OC622, cf. Thgn.962, Ar.Eq.1289,1401, Fr.311; but ῐ in lon Lyr.2.10 (nisi leg. πιέτω), (ἐκ-) Pl.Com.9, Amips.22; also in later Poetry, AP11.8,25.5 (Apollonid.); for pres. Med. πίομαι, v. supr.]: —drink, freq. from Hom. downwds., c. acc., π. οἶνον, ὐρόν, αἷμα, etc., Od.15.391, 17.225, S.OC622, etc.; π. ὕδωρ Αἰσήποιο drink its water, i.e. live on its banks, Il.2.825, cf. Pi.O.6.86 (Med.): c. gen. partit., drink of a thing, π. οἴνοιο Od.22.11; εἰς οἶνον... ἔνθεν ἔπινον whereof... 4.220; αἵματος ὄφρα πίω 11.96, cf. 15.373; also πίνειν κρητῆρας οῐνοιο to drink bowls of wine, Il.8.232; κύπελλα ὄνου 4.346; π. ἀπὸ κρήνης drink of a spring, Thgn.959 (but κρήνης 962); π. ἀπ' αὐτοῦ (sc. δέπαος) αἴθοπα οἶνον from it, Il.16.226; δέπα ἔνθεν ἔπινον Od.19.62; ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469; ἐκ τῆς χειρὸς διδοῖ πιεῖν Hdt.4.172; ἐκ ταὐτοῦ . . ποτηρίου Ar.Eq.1289; ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Pl. R.417a; ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ X.Cyr.4.5.4; σκύφος ᾧ περ ἔπινεν with which... Od.14.112; π. κερατίνοις ποτηρίοις v.l. in X.An.6.1.4; τὰ φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ draughts sent by him, Pl.Grg.467c. 2 abs., drink, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Od.2.305; ὁ πῖνε καὶ ἦσθε 5.94, 6.249, cf. Il.24.476, etc.; μῆλα πιόμεν' ἐκ βοτάνης going to drink after pasture, 13.493; πρὸς βίαν πώνην Alc.20; πῖνε, πῖν' ἐπὶ συμφοραῖς Simon.14; π. πρὸς ἡδονήν Pl.Smp.176e; εἰς μέθην Id.Lg.775b; διδόναι πιεῖν Cratin.124; πιεῖν αἰτεῖν X.Cyr.8.3.41; τινὶ πιεῖν ἐγχέας ib.1.3.9; πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Philem.9: in pf. πέπωκα, to be drunk, E.Cyc. 536; πίνοντά τε καὶ πεπωκότα drinking and having finished drinking, Pl.Phd.117c. II celebrate by a carouse, νίκην Philostr.Gym. 54. III metaph., drink up, as the earth does rain, τὸ ὕδωρ, ὄμβρον, Hdt.3.117,4.198; πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα A.Eu.979 (lyr.), cf. Th.736 (lyr.), 821, S.OT1401; of plants, X.Smp.2.25; of a lamp, π. τοὔλαιον Luc.Cat.27; λύχνος . . πολλὰ πιὼν μέλη AP5.196 (Mel., dub. l.). (I.-E. pōy- and pī-, cf. Skt. pāy-áyati 'cause to drink', pīti- 'a drink', Lat. pōtus, etc.)
German (Pape)
[Seite 617] fut. πίομαι, welche Form Pind. Ol. 6, 86 als praes. gefaßt wird, von Arist. an gew. πιοῦμαι, was sich schon Xen. Conv. 4, 7 findet, vgl. Lob. Phryn. p. 31 u. Ath. X, 446 d; aor. ἔπιον, πιεῖν, ep. πιέειν, πιέμεν, imperat. πίε, Od. 9, 347, wie Eur. Cycl. 560, gew. πῖθι, Ar. Vesp. 1489, s. Ath. a. a. O.; die übrigen tempp. werden von ποω gebildet, πέπωκα, πέπομαι, ἐπόθην (vgl. auch πιπίσκω); – trinken, von Menschen u. Thieren; Hom. oft mit essen verbunden, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, Od. 2, 305, πῖνε καὶ ἦσθε, 16, 441 u. oft; πίνεσκεν, Il. 16, 226; αἴ κε πίῃσθα, Il. 6, 260; gew. c. acc., auch πίνειν κρητῆρας οἴνοιο, 8, 232, wie wir sagen: eine Flasche Wein trinken (so κύλικα Luc. Tox. 63); aber auch c. gen. partit. des Weines, von Etwas trinken, Od. 11, 96. 15, 373. 22, 11; προσανέα πίνοντας, Pind. P. 3, 52; übtr., πέπωκεν αἷμα γαῖα, Aesch. Spt. 803, wie πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα πολιτᾶν Eum. 935, u. öfter, die Erde trinkt, saugt das Blut, wie bei andern Tragg., vgl. Soph. O. R. 1401 O. C. 128; πέπωκα, Eur. Cycl. 534. 584; Ar. oft, πῖν' ἐπὶ ξυμφοραῖς, Equ. 404; in Prosa auch von der Erde, die Regen u. andere Feuchtigkeiten einsaugt, Her. 3, 117. 4, 198; οἱ τὰ φάρμακα πίνοντες παρὰ τῶν ἰατρῶν, Plat. Gorg. 467 c, u. öfter; δειπνήσαντάς τε καὶ πιόντας εὖ μάλα, Phaed. 116 e; ὅ, τι τε ἐδεστέον ἢ ποτέον, Prot. 314 a; ἐκ φιαλῶν, Xen. Cyr. 5, 3, 3; auch ἔπινον ἐν κερατίνοις, An. 5, 9, 4, nach Krüger, wofür Ath. XI, 476 c, die Stelle anführend, den bloßen dat. hat; Sp. – [Ι ist in πίνω stets lang, dah. Strat. 96 (IX, 19) richtig καὶ πίε für καὶ πῖνε geschrieben; im fut. bald lang, bald kurz, ep. gew. lang, πιόμενος Il. 13, 493 Od. 19, 160, wie Ar. Equ. 1289. 1401; vgl. Theogn. 956 u. 1125; bei den Comic. gew. kurz, vgl. Ath. X, 446 d XI, 783 e 471 a XIII, 570 d; im aor. außer πῖθι immer kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
πίνω: [ῑ], Ἐπικ. ἀπαρ. πινέμεναι καὶ -έμεν Ἰλ. Δ. 346, Ὀδ. Η. 220· Ἰων. παρατ. πίνεσκον Ἰλ. Π. 226· ― μέλλ. πίομαι Ἰλ. Ν. 493, Σοφ. Ο. Κ. 622, Ἀριστ. Ἱππ. 1289. 1401, Ἀποσπ. 294· καὶ παρὰ μεταγεν. πιοῦμαι, τὸ ὁποῖον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον εἰς τοὺς δοκίμους (οἷον πιεῖσθαι Ἱππ. 538. 16, πιεῖσθε Ξεν. Συμπ. 4. 7), ἀλλ’ ἀποδοκιμάζουσιν αὐτὸ ὁ Ἀθήν. 446D, ὁ Φρύνιχ. 31· Ἑλληνιστικὸν β΄ πρόσ. πίεσαι, Ἑβδ. Καιν. Διαθ.· ― ἀόρ. ἔπιον, Ἐπικ. πίον, Ὅμ., κτλ.· β΄ ἑνικ. ὑποτ. πίῃσθα Ἰλ. Ζ. 260· προστ. πίε Ὀδ. Ι. 347, Μένανδρ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 3, (ἐκ-) Εὐρ. Κύκλ. 563· ἐν τῇ οἰκείᾳ γλώσσῃ πῖθι Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1489, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. κτλ., (ἔκ-) Εὐρ. Κύκλ. 578· ἀπαρ. πιεῖν, Ἐπικ. πιέμεν Ὅμ., καὶ πιέειν Ἰλ. Δ. 263· ὡσαύτως πιέναι Ἱππ. 1147Β· πῖν (τὰ Ἀντίγραφα πεῖν) Ἀνθ. Π. 11. 140· μετοχ. πιών, πιοῦσα Ἰλ. Ω. 102, κτλ., πιέουσα Ἱππ. 1213D. ― Μέσ., ὑποτ. πινώμεθα Ἕρμιππος ἐν «Θεοῖς» 1· προστ. πίνεο Νικ. Θηρ. 912· διαπίνομαι Ἡδύλ. παρ. Ἀθην. 486Α· πίομαι ὡς μέσ. ἐνεστ., Θέογν. 962, Ἴβυκ. 15, Πινδ. Ο. 6. 147· (παθ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 44). ― Παθ., Ὀδ. Υ. 312· Ἐπικ. παρατ. πίνετο, Ι. 45· μετοχ. πινεύμενος (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. πινέω) Ἱππ. 286. 18. ― Ἕτεροι χρόνοι σχηματίζονται ἔκ τινος ῥίζης ΠΟ, πρβλ. πέπωκα Αἰσχύλ. Θήβ. 821, κτλ. ― Παθ., μέλλ. ποθήσομαι (κατα-) Ἀριστοφ. Σφ. 1502, (ἐκ-) Πλούτ. 2. 240D· ἀόρ. ἐπόθην (ἐξ-) Αἰσχύλ. Χο. 66, (κατ-) Πλάτ. Κριτί. 111D· ― τούτοις προσθετέον πρκμ. ἀπαρ. πεπόσθαι Θέογν. 477· Αἰολ. ἐνεστ. πώνω, ἀόρ. προστ. πῶθι, πῶ, Ἐτυμολ. Μέγ. 698. 51, Ahrens D. Aeol. σ. 140, D. Dor. 511. 523. ― Ρημ. ἐπίθ. πιστός, ποτός, ποτέον, ἃ ἴδε. (Ἐκ τῶν √ΠΙ, ΠΟ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ποτός, ποτόν, πόμα, πῶμα, πόσις, ποτήρ, πότης, κτλ.· πιπίσκω, πίστρα, πῑσος· Σανσκρ. pâ, pî, pi-bâmi (bibo)· pâ-nam (potus)· pâ-tra (poculum)· Λατ. po-tus, po-to, po-culum, κτλ., πρβλ. bi-bo· Σλαυ. pi-ti (bibere)· Λιθ. po-ta (ebriositas), κτλ.) [Προσῳδία: ― ἀείποτε ῑ ἐν τοῖς πίνω, πίνομαι· ἀείποτε ῐ ἐν τῷ ἀορ. ἔπιον, ― διὸ παρὰ Στράτ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 19, ἀναγνωστέον πίε ἀντὶ πῖνε, καὶ ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 5. 5 ἔπῑνον ἀντὶ ἔπῐον· ὁ Ὅμ. ὅμως ἔχει ἐθέλουσι δὲ πῐέμεν ἄμφω (ἐν ἄρσει) Ἰλ. Π. 825, πρβλ. Ὀδ. Σ. 3· ἀλλά, καὶ φαγέμεν πῐέμεν τε (ἐν θέσει) Ο. 378· ἐν τῇ προστ. πῖθι, ῑ ἀείποτε. ― Ἐν τῷ μέλλ. πίομαι ἡ ποσότης ποικίλλει· ὁ Ὅμ. καὶ οἱ Τραγ. ἔχουσι ῑ, Ἰλ. Ν. 493, Αἰσχύλ. Χο. 578. Σοφ. Ο. Κ. 622· οὕτω Θέογν. 962, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289, 1401, Ἀποσπ. 294· ἀλλὰ ῐ παρὰ Θεόγν. 1129, Ἴωνι Χίῳ 2. 10 Bgk., Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 1, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 1· ῐ ἐν τῷ πιοῦμαι, Ἀθήν. 446Ε.] Ὡς καὶ νῦν, πίνω, συχνότατον ἀπὸ τοῦ Ὁμ. μέχρι τῆς σήμερον· μετ’ αἰτ., π. οἶνον, ὕδωρ, αἷμα, κτλ., Ὅμ., κλ.· π. ὕδωρ Αἰσήποιο, πίνω τὸ ὕδωρ τοῦ Αἰσ., δηλ. κατοικῶ παρὰ τὰς ὄχθας αὐτοῦ, Ἰλ. Β. 825· ― ἢ μετὰ γεν. διαιρετ., πίνω ἔκ τινος πράγμ., π. οἴνοιο (ὡς τὸ Γαλλ. du vin), Ὀδ. Χ. 11· οὕτω, εἰς οἶνον..., ἔνθεν ἔπινον, ἐξ οὗ..., Δ. 220· αἵματος ὄφρα πίω Λ. 96, πρβλ. Ο. 373· ― ὡσαύτως, πίνει κρητῆρας οἴνοιο, ὁλοκλήρους κρατῆρας, Ἰλ. Θ. 232· κύπελλα οἴνου Δ. 346· καί, π. ἀπὸ κρήνης, ἐκ πηγῆς, Θέογν. 959, (ἀλλὰ μόνον κρήνης, ὁ αὐτ. 962)· ἀλλά, π. ἀπ’ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον (ἐξυπ. δέπαος), ἐκ τοῦ ποτηρίου, Ἰλ. Π. 226· δέπα, ἔνθεν ἔπινον Ὀδ. Τ. 62· οὕτω π. ἐκ κεραμῶν Ἰλ. Ι. 469· ἐκ τῆς χειρὸς Ἡρόδ. 4. 172· ἐκ ταὐτοῦ... ποτηρίου Ἀριστοφ. Ἱππ. 1289· ἐξ ἀργύρου ἢ χρυσοῦ Πλάτ. Πολ. 417Α· ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Κύρ. 4. 5, 4· ― ὡσαύτως, σκῦφον ᾧπερ ἔπινον, δι’ οὗ..., Ὀδ. Ξ. 112· ἐν κερατίνοις ποτηρίοις Ξεν. Ἀνάβ. 5. 9, 4· φάρμακα π. παρὰ τοῦ ἰατροῦ, διορισθέντα ὑπ’ αὐτοῦ, Πλάτ. Γοργ. 467C. 2) ἀπολ., πίνω, ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν Ὀδ. Β. 305· αὐτὰρ ὁ πῖνε καὶ ἦσθε Ε. 94, Ζ. 249, πρβλ. Ἰλ. Ω. 476, κτλ.· μῆλα... πιόμεν’ ἐκ βοτάνης, πρόβατα... ἵνα πίωσι μετὰ τὴν νομήν, Ἰλ. Ν. 493· πρὸς βίαν πίνην Ἀλκαῖ. 20· πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς Ἀριστοφ. Ἱππ. 404· π. πρὸς ἡδονὴν Πλάτ. Συμπ. 176Ε· εἰς μέθην ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 775Β· διδοῖ πιεῖν Ἡρόδ. 4. 172· διδόναι πιεῖν Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 7· πιεῖν αἰτεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· πιεῖν ἐγχέας αὐτόθι 1. 3, 9· πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω Φιλήμων «Ἀνδροφόνῳ» 1· μέτρῳ πίνειν Παροιμιογρ.· ἢ πῖθι ἢ ἄπιθι, παροιμ., μνημονευομένη ὑπὸ τοῦ Ἑρ. Στεφ.· ― ἐν τῷ πρκμ. πέπωκα, εἶμαι μεθυσμένος, «πιωμένος», Εὐρ. Κύκλ. 536· ἀλλ’ ὡσαύτως, πίνοντά τε καὶ πεπωκότα, πίνοντα καὶ τελειώσαντα τὸ πίνειν, Πλάτ. Φαίδων 117C. II. μεταφορ., πίνω, ὡς ἡ γῆ τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς, τὸ ὕδωρ, ὄμβρον Ἡρόδ. 3. 117., 4. 198· πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 980, πρβλ. Θήβ. 736, 821, Σοφ. Ο. Τ. 1401· ἐπὶ φυτῶν, Ξεν. Συμπ. 2, 25· ἐπὶ λαμπτῆρος ἢ λύχνου, π. τοὔλαιον Λουκιαν. Κατάπλ. 27· λύχνος... πολλὰ πιὼν μέλη Ἀνθ. Π. 5. 197.
French (Bailly abrégé)
f. πίομαι, postér. πιοῦμαι, ao.2 ἔπιον, pf. πέπωκα;
Pass. ao. ἐπόθην, pf. πέπομαι;
boire :
1 en parl. de l’homme et des animaux, au propre : οἶνον HOM boire du vin ; avec le gén. partit. : οἴνοιο OD boire une part de vin, boire du vin ; avec l’acc. du contenant : οἴνοιο κύπελλα IL, κρητῆρας οἴνοιο IL boire des coupes, des cratères de vin ; πιεῖν αἰτεῖν XÉN demander à boire ; πιεῖν δοῦναι HDT donner à boire ; πιεῖν ἐγχεῖν XÉN verser à boire ; πίνειν ποταμοῦ LUC ou ἀπὸ ποταμοῦ XÉN boire à un fleuve ; ἐκ κεράμων IL (du vin) des cruches ; ἐξ ἀργυρίου ἢ χρυσοῦ XÉN avec un vase d’argent ou d’or ; ἐκ χειρός HDT boire dans la main ; ἀπ’ αὐτοῦ (δέπαος) IL dans la coupe même ; en parl. d’animaux μῆλα πιόμεν’ ἐκ βοτάνης IL moutons qui vont s’abreuver au sortir du pâturage ; πινεῖν ὕδωρ Αἰσήποιο IL boire l’eau de l’Æsépos, càd demeurer au bord de l’Æsépos;
2 avec suj. de choses αἷμα ESCHL boire du sang en parl. de la terre ; ὕδωρ XÉN boire de l’eau en parl. de plantes ; τοὔλαιον LUC boire l’huile en parl. d’une lampe, etc.
Moy. πίνομαι m. sign.
Étymologie: R. Πι, boire, > πιπίσκω, cf. lat. bibo ; et R. Πο, boire, > ποτός, πόμα, πόσις, πῶμα ; cf. lat. potus, poculum.
English (Autenrieth)
inf. πῖνέμεναι, ipf. iter. πίνεσκε, fut. part. πῖόμενος, aor. 2 ἔπιον, πίον, subj. 2 sing. πίῃσθα, opt. πίοιμι, imp. πίε, inf. πιεῖν, πιέειν, πι<<><>>έμεν, part. πιών, -οῦσα, pass. pres. πίνεται, ipf. πίνετο: drink; κρητῆρας, κύπελλα, drain, quaff, Il. 8.232, Il. 4.346; also w. dat. of the cup, Od. 14.112; freq. w. part. gen. of the drink.