ψόφος

From LSJ
Revision as of 14:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόφος Medium diacritics: ψόφος Low diacritics: ψόφος Capitals: ΨΟΦΟΣ
Transliteration A: psóphos Transliteration B: psophos Transliteration C: psofos Beta Code: yo/fos

English (LSJ)

ὁ,

   A noise (prop. of one thing striking against another, Arist.de An.420a21; or of insects, which produce a sound, but not by the larynx, Id.HA535a28; opp. φωνή, Id.de An.420b29, HA535b31, al.; ψόφος μόνον [τὸ σῖγμα] Pl.Tht.203b, cf. Lg.669d, Aristox. ap. D.H.Comp.14); first in h.Merc.285, ἄτερ ψόφου; γλώσσης ψ. E. HF229; φιλημάτων S.Fr.537; ψόφοι ἀνέμων Pl.R.397a; of rolling stones, X.An.4.2.4; of footsteps, ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Th.3.22, cf. Hdt.7.218; of knocking at a door, Ar.Ra.604 (lyr.), Pl.Smp.212c; cf. ψοφέω 11; crash of a falling building, Th.4.115; also of musical instruments, λωτοῦ, κιθάρας, E.Ba.687, Cyc.443; of a trumpet, Paus.2.21.3.    2 mere sound, noise, τοῦ σοῦ ψ. οὐκ ἂν στραφείην your noise will never turn me, S.Aj.1116; κενὸς ψ. E.Rh.565; εὐδοξία ψόφος ἐστὶ μαινομένων ἀνθρώπων Diog. ap.Arr.Epict.1.24.6; ψόφοι mere sounds, of high-sounding words or names, ὁ μὴ φρονῶν . . ψόφοις ἁλίσκεται Men.737, cf. Alciphr.2.3, Luc. DMeretr.15.3, Arr.Epict.2.6.19; ψόφου πλέως, of Aeschylus, Ar.Nu. 1367; ὁ ψ. τῶν ῥημάτων, of his language, Id.Ra.492.

German (Pape)

[Seite 1401] ὁ, Ton, Schall, Laut, Geräusch, Getöse, Lärm; von jedem unartikulirten Schalle; zuerst bei H. h. Merc. 285; Ggstz der artikulirten φωνή, s. Hemsterh. Luc. iud. voc. 2 u. Arist. H. A. 4, 9; φιλημάτων Soph. frg. 482; auch λωτοῦ ψόφος, Flötenschall, Eur. Bacch. 687, wie κιθάρας Cycl. 442; θύρας Ar. Ran. 603; τὴν αὔλειον θύραν κρουομένην πολὺν ψόφον παρασχεῖν ὡς κωμαστῶν Plat. Conv. 212 c, u. öfter; Thuc. 4, 115; Xen. u. Folgde; vgl. Xen. An. 4, 3,29. – Auch leeres Geräusch, bloßer Schall, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην Soph. Ai. 1095; κενὸς ψόφος στάζει δι' ὤτων Eur. Rhes. 565; οὐ φιλῶ ψόφους κλύειν Ion 630; ῥημάτων Ar. Ran. 493, vgl. Nub. 1349; von dem nichtigen Beifallsklatschen od. -rufen des großen Haufens, Valck. Phoen. 397; hochtönende, leere Namen, Wörter u. Redensarten, συμβιοῦν Πτολεμαίῳ καὶ Σατράπαις καὶ τοιούτοις ψόφοις, u. was dergl. hochtönende Namen mehr sind, Alciphr. 2, 3,76; Luc. D. Meretr. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ψόφος: ἄναρθρος ἦχος, θόρυβος, κτύπος, (κυρίως ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς συγκρούσεως δύο σκληρῶν σωμάτων, Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 2· ἢ ὁ ἐκ τῶν ἐντόμων ἠχούντων ἀλλ’ οὐχὶ διὰ τοῦ λάρυγγος, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 1 κἑξ.· ἀντίθετον τῷ φωνή, π. Ψυχῆς 2. 8, 11, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, κ. ἀλλ.· ψόφος μόνον [τὸ σῖγμα] Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Νόμ. 669C, D)· πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285, ἄτερ ψόφου· ὡσαύτως, πόλις ψόφου πλέα Εὐρ. Ἴων 601· ψ. γλώσσης ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 229· φιλημάτων Σοφ. Ἀποσπ. 482· ἀνέμων Πλάτ. Πολ. 397Α· ἐπὶ κυλιομένων λίθων, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 2, 4· ὁ ἐκ τῶν βημάτων, ψόφῳ τῷ ἐκ τοῦ προσιέναι αὐτοὺς ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22· ἐπὶ θύρας ἀνοιγομένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 604, Πλάτ. Συμπ. 212C· πρβλ. ψοφέω ΙΙ· ― ἐπὶ ἰσχυροῦ κτύπου, Θουκ. 4. 115· ― ὡσαύτως ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, ψ. λωτοῦ, κιθάρας Εὐρ. Βάκχ. 987, Κύκλ. 443· σάλπιγγος Παυσ. 2. 21, 3. 2) ἁπλοῦς ἦχος, κενὸς ἦχος, ἢ θόρυβος, τοῦ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην, πρὸς τὸν σὸν θόρυβον δὲν θὰ στρέψω τὴν κεφαλήν μου, Σοφ. Αἴ. 1116· κενὸς ψόφος Εὐρ. Ρῆσ. 565· ἐντεῦθεν καὶ κενὴ ἐπικρότησις, κενὴ ἐπιδοκιμασία ἢ ἐπευφήμησις, Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 397· εὐδοξία.. ψόφος μαινομένων ἀνθρώπων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 24, 6· ψόφοι, ἦχοι κενοὶ καὶ οὐδὲν πλέον, ἐπὶ ὀνομάτων μεγάλως ἠχούντων ἢ μεγαλοπρεπῶν λέξεων, ὁ μὴ φρονῶν.. ψόφοις ἁλίσκεται Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 195, πρβλ. Ἀλκίφρ. 2. 3, 76. Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15· ψόφου πλέως, ἐπὶ τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Νεφ. 1367· καὶ ψ. ῥημάτων, ἐπὶ τῆς γλώσσης αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 492. (Συγγενὲς τῷ ψόθος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. bruit, son inarticulé en gén.
II. particul. :
1 bavardage;
2 langage sonore, emphase.
Étymologie: p. *σφόφος de R. Σφυ, souffler.

English (Slater)

ψόφος
   1 sound ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (Pae. 6.8)