χρηστήριον
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
τό,
A an oracle, i. e., I the seat of an oracle, such as Delphi, h.Ap.81,214, Hes.Fr.134.6, Hdt.1.47, al., E.Med.667, etc.; τὸ ἐν Δελφοῖσι χ. Hdt.1.13, cf. X.Cyr.7.2.15; χρᾶσθαι χρηστηρίοισι Hdt.1.47,53, al.: distd. fr. the νηός, Id.6.19: sts. in pl. for sg., A.Th.748, Eu.194. 2 oracular response, Hdt.1.63,69, al., Th. 1.25, 2.54: pl., A.Ag.964, S.OC604, 1331, E.Ion532 (troch.). II an offering for the oracle, made by those consulting it: generally, sacrificial victim, χ. θέσθαι Pi.O.6.70; χ. παρέχειν IG22.1126.33; χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν A.Th.230, cf. Supp.450; χ. πέπτωκε E.Ion 419: metaph., victim, sacrifice, σφάγια . . κείνου χρηστήρια τἀνδρός S.Aj.220 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1375] τό, 1) das Orakel; – a) der Ort, der Tempel, wo Orakel ertheilt werden, der Orakelsitz; H. h. Apoll. 81. 214 u. sonst; Hes. frg. 39, 6; Her. τὸ ἐν Δελφοῖς, 1, 13 u. öfter; Aesch. Eum. 185 Spt. 730; Soph. O. C. 610; Eur. Med. 667 u. öfter. – b) die vom Orakel ertheilte Antwort, der Orakelspruch; Her. 1, 63. 69 u. öfter; χρηστήριον ἐλήλυθεν 8, 114; Eur. Ion 532. – . 2) die Opfergaben für die Orakel, welche die das Orakel Befragenden darbrachten, bes. das geschlachtete Opferthier; Aesch. ἀνδρῶν τάδ' ἐστί, σφάγια καὶ χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν, Spt. 212, wie Suppl. 445, übh. Schlachtopfer, Soph. Ai. 220.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστήριον: τό, μαντεῖον, δηλ. 1) ἕδρα μαντείου, οἷον οἱ Δελφοί, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Απόλλ. 81, 214, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 6, 48, Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ. Εὐρ. Μήδ. 667, κτλ.· τὸ ἐν Δελφοῖς χρ. Ἡρόδ. 1. 13, Ξεν. Κύρου Παιδ. 7. 2, 15· χρέεσθαι χρηστηρίοισι Ἡρόδ. 1. 47, 53, 157, κ. ἀλλ.· - ἐνίοτε διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ναός, ὅτε σημαίνεται ὁ σηκὸς ἢ τὸ ἁγιώτατον μέρος αὐτοῦ, Schweidh. Ἡρόδ. 6. 19· - συχν. ἐν τῷ πληθ. ἀντὶ ἑνικοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 748, Εὐμεν. 194. 2) ἀπόκρισις μαντείου, χρησμός, Ἡρόδ. 1. 63. 69, κ. ἀλλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 964 (ἔνθα τὸ δόμοισι συναπτέον τῷ προὐνεχθέντος), Σοφ. Ο. Κ. 604, 1331, Εὐρ. Ἴων 532, Θουκ. 1. 25., 2. 54. ΙΙ. προσφορὰ ἢ δῶρον πρὸς τὸ μαντεῖον παρὰ τῶν συμβουλευομένων αὐτό· καθόλου, θυσία, θῦμα, χρ. θέσθαι Πινδ. Ο. 6. 119· χρηστήρια θεοῖσιν ἔρδειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, πρβλ. Ἱκ. 450· πέπτωκε Εὐρ. Ἴων 419· - καὶ με αφ., θῦμα (ὡς καὶ ἡμεῖς λέγομεν «ὁ ἄνθρωπος ἔγειν θῦμα τοῦ ...») Σοφ. Αἴ. 220, ἔνθα ἴδε Λοβέκ.· πρβλ. Valck. εἰς Ἀμμώνιον 235.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. oracle :
1 lieu où réside un oracle;
2 oracle, réponse d’un oracle;
II. victime offerte en sacrifice ; sacrifice.
Étymologie: χρηστήριος.
English (Slater)
χρηστήριον
1 (seat of an) oracle Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (the altar of Zeus at Olympia, cf. (O. 8.3) ) (O. 6.70) χρης[τ]ῃ[ρι (Pae. 6.71) ]αντεσι χρηστήριον (Pae. 7.18) Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον (the oracle of Teneros in the temple of Apollo Ismenios at Thebes) (Pae. 9.40)