ἀκήρατος
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit
English (LSJ)
ον, (κηραίνω)
A undefiled, pure, ὕδωρ Il.24.303; inviolate, χεῦμα, ὄμβρος, S.OC471,690 (lyr.); χρυσός pure gold, Archil.Supp.4, Alcm.23.54, Hdt.7.10.ά, Simon.64, cf. Pl. R.503a, Plt.303e; φλόξ Secund.Sent.5; untouched, unhurt, οἶκος καὶ κλῆρος, κτήματα, Il.15.498, Od.17.532; ἀπαρτίη Hippon.26; σκάφος A.Ag.661; ἁνίαι strong reins, Pi.P.5.32; πλόκοι unshorn locks, E. Ion1266; λειμών unmown meadow, Id.Hipp.73; ἀ. ἐμπόριον virgin market, Hdt.4.152; ἀ. φιλία X.Hier.3.4; ἐπιστήμη, ἤθη, Pl.Phdr.247d, Lg.735c; ἀ. φάρμακα spells that have all their power, A.R.4.157. 2 of persons, undefiled, a virgin, E.Tr.675, Pl.Lg.84cd; ἀ. λέχος E. Or.575: c. dat., ἀκήρατος ἄλγεσι, τύχαις untouched by woes, etc., Hipp.1113, HF1314: c. gen., ἀ. κακῶν without taint of ill, Hipp.949; ἀ. ὠδίνων free from throes of child-birth, A.R.1.974, etc.: poet. Sup. ἀκηρότατος AP12.249 (Strat.). II (κεράννυμι) unmixed, ποτόν A.Pers.614.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήρᾰτος: -ον, (κεράννυμι) ὡς τὸ ἀκέραιος, ἀμιγής, ἀμόλυντος, ἀμίαντος, καθαρός, κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, ὕδωρ, Ἰλ. Ω. 303· ποτόν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 614· χεῦμα, ὄμβρος, Σοφ. Ο. Κ. 471, 690· ἀκ. χρυσός, καθαρός, Ἡρόδ. 7. 10, 1. Σιμων. 64· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 503Α, Πολιτικ. 303Ε. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέγγικτος, ἀκέραιος, ὁλόκληρος, Λατ. integer· οἶκος καὶ κλῆρος, κτήματα, Ἰλ. Ο. 498, Ὀδ. Ρ. 532· σκάφος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 661· ἁνίαι = ἰσχυραὶ ἡνίαι, Πινδ. Π. 5.43· ἀκ. κόμη, ἀκούρευτος, Εὐρ. Ἴων 1266· ἀκ. λειμών, μὴ θερισμένος, ὁ αὐτ. Ἱππ. 73· ἀκ. φιλία, κόσμος, Ξεν. Ἱερ. 3.4., Κύρ. 8. 7, 22· ἐπιστήμη, ἤθη, Πλάτ. Φαῖδρ. 247D., Νόμ. 735C· ἀκ. φάρμακα, ἐπῳδαὶ ἔχουσαι ἅπασαν αὑτῶν τὴν δύναμιν, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 157: - ἐν Ἡρόδ. 4, 152., τὸ ἐμπόριον τοῦτο ἦν ἀκ. τοῦτον τὸν χρόνον, δυνατὸν νὰ ἐκληφθῇ ἢ ὡς = ἄθικτον, ὃ δὲν ἐπεσκέφθη τις ἔτι, «ἀσύχναστον», ἢ ὡς = ἐν πλήρει ἐνεργείᾳ καὶ ἀκμῇ. 2) ἐπὶ προσώπ., Λατ. integer, παρθένος ἀκ., ἀμίαντος, Εὐρ. Τρῳ. 670· οὕτως, ἀκ. λέχος, Εὐρ. Ὀρ. 575· καὶ μετὰ δοτ. ἀκήρατος ἄλγεσι, τύχαις, = ἄθικτος ὑπὸ θλίψεων, δυστυχιῶν κτλ., Εὐρ. Ἱππ. 1113, Ἡρ. Μαιν. 1314, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ἀκ. κακῶν, ἄνευ σκιᾶς κακοῦ, αὐτόθι 949 ἀκ. γάμων, Πλάτ. Νόμ. 840D· ἀκ. ὠδίνων, ἀπηλλαγμένος ὠδίνων (ἐπὶ τεκνογονίας), Ἀπολλ. Ρόδ. 1.974, κτλ., πρβλ. ἀκέραιος, ἀκηράσιος, ἀκραιφνής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mêlé, sans alliage, pur;
2 non entamé, non endommagé, entier, intact : ἀκήρατος ἄλγεσι EUR qui ne connaît pas le malheur, la souffrance.
Étymologie: ἀ, κεράννυμι.