βροτός
English (LSJ)
ὁ, poet. Noun,
A mortal man, opp. ἀθάνατος or θεός, in Hom. usu. Subst., οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Il.5.304, al.; βροτὸς εἰς θεόν E. Andr.1196 (lyr.); λόγος τις Ζῆνα μιχθῆναι βροτῷ A.Supp.295; θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός S.Fr.961; βροτοί,opp.νεκροί, Id.Ant. 850 (lyr.); but β. ἀνήρ Il.5.361; and so β. ἔθνος Pi.P.10.28: as fem., β. αὐδήεσσα Od.5.334; β. οὖσαν AP9.89 (Phil.); but βροταί· γυναῖκες, Hsch. (s.v.l.): freq. in gen. pl., after πολλοί B.1.42, S.OT 981, etc.; after τίς ib.437, etc.; βροτοί never takes the Art. in Trag. and Com., exc. when an Adj. or Pron. is added, τῶν πολυπόνων β. E.Or.175; ἡμεῖς οἱ β. Ar.Eq.601, Pax849, cf. Sannyr.1; οἱ ταλαίπωροι β. Alex.66; οἱ πάντες β. Men.538.8.—Rare in Prose, Pl. R.566d, Arist.Top.133a31, 149a7. II of the dead, A.Ch.129 (v.l. νεκροῖς Sch.). (From Μροτός (cf. ἄ-μβροτος, μορτός), Skt. mṛtás 'dead', Lat. morior, etc.)
German (Pape)
[Seite 465] (μόρος, mors, μορτός, daraus μροτόσ, dafür des Wohllautes halber βροτός; daher das μ in φαεσίμβροτος, τερψίμβροτος, φθισίμβροτος; vgl. μολεῖν βλώσκω, μέλι βλίττω, μαλακός βλάξ; μέμβλωκα, ἤμβροτον); sterblich (Hesych. φθαρτὸς ἢ γηγενὴς ἄνθρωπος, bei dem auch βροταί, erkl. γυναῖκες); ἀνήρ Il. 5, 361; ἔθνος Pind. P. 10, 28; gew. ὁ, subst., der M en sch, im Ggstz der θεοὶ ἀθάνατοι, Hom. u. folgde Dichter. Hom. θνητοῖσι βροτοῖσιν Odyss. 3, 3. 7, 210. 12, 386, θνητὸν βροτόν Odyss. 16, 212; Iliad. 18, 362 καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ θνητός τ' ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν· πῶς δὴ ἔγωγ', ἥ φημι θεάων ἔμμεν ἀρίστη, οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι; von Weibern, Odyss. 5, 218 ἡ μὲν γὰρ βροτός ἐστι, σὺ δ' ἀθάνατος καὶ ἀγήρως; 5, 334 Λευκοθέη, ἣ πρὶν μὲν ἔην βροτὸς αὐδήεσσα; 6, 149 γουνοῦμαί σε, ἄνασσα· θεός νύ τις ἦ βροτός ἐσσι; 160 οὐ γάρ πω τοῖον εἶδον βροτὸν ὀφθαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα.
Greek (Liddell-Scott)
βροτός: ὁ, ποιητ. ὄνομα, θνητὸς ἄνθρωπος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀθάνατος ἤ θεός, συχν. παρ’ Ὁμηρῳ ὁ ὁποῖος μεταχειρίζεται αὐτὸ συχνότερον ὡς οὐσιαστ., οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Ἰλ. Ε. 304, κτλ.· βροτὸς ἀνὴρ Ε. 361· ― ὡς θηλ., βροτὸς αὐδήεσσα Ὀδ. Ε. 334· β. οὖσαν Ἀνθ. II. 9.89· παρὰ Τραγ. ὁ ἑνικ. δὲν εἶναι συνήθης· ἀλλ’ ἀντ’ αὐτοῦ τίθεται ἡ γεν. πληθ., βροτῶν, μετὰ τὰ τις, οὐδείς, πολλοί, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 437, 981, κτλ.· τὸ βροτοὶ οὐδέποτε λαμβάνει τὸ ἄρθρον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πλὴν ὁπόταν προστεθῇ ἐπίθετον ἢ ἀντωνυμία, τῶν πολυπόνων βρ. Εὐρ. Ὀρ. 175· ἡμεῖς οἱ βρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 601, πρβλ. Σαννυρ. Γελ. 1 · οἱ ταλαίπωροι βρ. Ἄλεξ. εἰς τὸ Φρέαρ 2· οἱ πάντες βρ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 9. ― Σπάν. παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Πολ. 566D, Ἀριστ. Τοπ. 5. 4. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 129, βροτοῖς κεῖται χαλαρώτερον ἐπὶ θνητῶν ἀνθρώπων (μετὰ θάνατον)· ὁ Herm. ἀναγινώσκει φθιτοῖς, ὁ δὲ Σχολ. νεκροῖς. (Τὸ β παριστᾷ τῆς ῥίζης τὸ μ, ἴδε ἐν λ. ἄμβροτος).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
I. adj. mortel, mortelle : βροτὸς ἀνήρ, homme mortel ; βροτοὶ ἄνδρες, hommes mortels;
II. subst. un mortel, un homme ; βροτὸς θνητός OD un homme mort ; fém. βροτός, une mortelle.
Étymologie: pour *μβροτός de *μροτός de *μορτός, de la R. Mar ou Mor, mourir ; cf. ἄ-μβροτος et lat. mortuus.
English (Autenrieth)
(for μροτός, root μερ, μορ): mortal; βροτὸς ἀνήρ, βροτοὶ ἄνδρες, and as subst., mortal man; epithets, θνητοί, Od. 3.3; δειλοί, ὀιζῦροί, μέροπες, ἐπιχθόνιος.