γῆρας
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
τό, gen.
A γήραος Il.22.60, al., Archil.116, Mimn.2.6, Pi.O. 8.71, etc.; γήρως Thgn.174, Att. (v. infr.): dat. γήραϊ Pi.N.7.99, Hdt.6.24, contr. γήρᾳ S.Aj.507, etc., γήρατι v.l. in Adam.Phgn.1.14 (cf. γῆρος):—old age, γ. λυγρόν Od.24.250; στυγερόν Il.19.336; ἐπὶ γήραος οὐδῷ (v. οὐδός) 22.60; opp. γ. λιπαρόν, Od.19.368, Pi. l.c.; γ. πολιόν Thgn.174; γῆρας ἐκδῦναι, ἀποσείσασθαι, Ar.Pax 336, Lys. 670 (with play on signf. 11); ἐπὶ γήρως in old age, Id.Eq.524; ἐν τῷ γήρᾳ Pl.R.329c, Lys.2.73; σὺν γήρᾳ, ἐν γ. βαρύς, S.OT17, Aj.1017; διανοίας γ. Arist.Pol.1271a1: metaph., οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος, i.e. it never wears out, A.Th.682. II cast skin, slough of a serpent, γῆρας ἐκδύνειν Arist.HA549b26, Nic.Th.31, Antig.Mir. 20, Antyll. ap. Orib.10.35.4; of crabs, Arist.HA600b20, Thphr.Fr. 177.
German (Pape)
[Seite 490] τό, das Greisenalter; aus γέρας gedehnt; γέρας »die Ehrengabe« und γῆρας sind ursprünglich ein und dasselbe Wort, vgl. γέρων, γέρας, γεραρός, γεραιός. Als das Wort γέρων neben der Bedeutung »der Vornehme« die Bedeutung »der Greis« angenommen hatte, setzte sich für den zugehörigen Begriff »Greisenalter« die gedehnte Form γῆρας fest, während die ältere Form γέρας für die ursprüngliche Bedeutung der »Ehre« blieb. Aehnlich verhält sich γηραιός zu γεραιός. Vgl. z. B. ξερός ξηρός, ἔθος ἦθος. Von γῆρας ist gen. γήραος, Att. γήρως, dat. γήραϊ, Att. γήρᾳ, vgl. γῆρος; Hom. γῆρας, γήραος, γήραϊ und γήραι oder γήρᾳ oder γήρα' Odyss. 11, 136. 23, 283, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 11, 385. Das Wort kommt von Hom. an überall vor; es wird von Dichtern auch auf leblose Dinge übertragen, so Aesch. Sept. 682 οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος, solchen Frevel tilgt oder mindert die Zeit nicht, er bleibt frisch. In der Redensart γήραος οὐδός, »die Schwelle des Alters«, Odyss. 15, 246. 348. 23, 212 Iliad. 22, 60. 24, 487, ist γήραος genit. definitivus, das Alter ist eben der οὐδός, die Schwelle, nämlich des Lebens; vgl. Scholl. Odyss. 15, 348 ἐπὶ γήραος οὐδῷ: περιφραστικῶς τῷ γήρει. – Auch die alte Haut heißt γῆρας, welche die Schlangen abstreifen, Aristot. H. A. 5, 17. 8, 19; vgl. γῆρας ἀποξύ σας Hom. Iliad. 9, 446, τὸ γῆρας ἐκδύεσθαι, ἀποδύεσθαι, das Alter abstreifen, Ar. Pax 336 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γῆρας: τό, γεν. γήραος, παρ’ Ὁμ., Ἀττ. συνῃρ. γήρως καὶ πολὺ μεταγεν. γήρατος · δοτ. γήραϊ, Ἀττ. συνῃρ. γήρᾳ, Σοφ. Αἴ. 507, μεταγ. γήρει, Ἑβδ., Τζέτζ. (ἴδε ἐν λ. γέρων)·― γεροντικὴ ἡλικία· ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον προσθέτει ἐπίθετα λυγρόν, στυγερόν, χαλεπόν, (ἴδε ἐν λ. οὐδός)· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γ. λιπαρόν, Ὀδ. Τ. 368· γ. πολιὸν Θέογν. 174 · γῆρας ἐκδῦναι, ἀποσείσασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 336, Λυσ. 670 (ὅπερ φαίνεται σχετιζόμενον πρὸς τὴν σημασ. ΙΙ)· ἐπὶ γήρως, εἰς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν, «᾽ς τὰ γεράματα», ὁ αὐτ. Ἱππ. 524 · ἐν τῷ γήρᾳ, ἐν γήρᾳ Πλάτ. Πολιτ. 329C, Λυσίας 197. 25· σὺν γήρᾳ, ἐν γ. βαρὺς Σοφ. Ο. Τ. 17, Αἴ. 1017· διανοίας γ. Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 25 μεταφ., οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος, δηλ. τοῦτο οὐδέποτε τελευτᾷ ἢ λησμονεῖται, λήγει, Αἰσχύλ. Θήβ. 682. ΙΙ. τὸ παλαιὸν δέρμα, ὅπερ ὁ ὄφις ἀποδύεται, γῆρας ἐκδύειν Ἀριστ. Ἰστ. Ζ. 5. 17, 10., 8. 17, 11.
French (Bailly abrégé)
(τὸ) ; gén. αος-ως, dat. αϊ-ᾳ, acc. ας;
vieillesse.
Étymologie: cf. γέρων.
English (Autenrieth)
αος, dat. γήραϊ and γήραι: old age.
English (Slater)
(γῆρας, -αος, -αϊ, -ας)
1 old age τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83) αἰτήσων σέ φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν (O. 5.22) πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον (O. 8.71) νόσοι δοὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ (P. 10.41) ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραϊ (N. 7.99) ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44) “θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον” (N. 10.83) τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιόν (I. 6.15) ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.41) πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν (Pae. 1.1) ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (Pae. 6.116)