μέμφομαι

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέμφομαι Medium diacritics: μέμφομαι Low diacritics: μέμφομαι Capitals: ΜΕΜΦΟΜΑΙ
Transliteration A: mémphomai Transliteration B: memphomai Transliteration C: memfomai Beta Code: me/mfomai

English (LSJ)

Thgn.797, etc.: impf.

   A ἐμέμφετο Batr.70: fut. μέμψομαι Hes.Op.186, etc.: aor. ἐμέμφθην Hdt.1.77, 3.13, Pi.N.11.30 (κατα-), E.Hipp.1402, al., Th.4.85 (in pass. sense, Ph.1.301, A.D.Synt.67.22): but in Att. and Trag. commonly ἐμεμψάμην, as A.Pr.1073 (anap.), And.4.3, Th.1.143, also in Mimn.14.5, Hdt.2.24: pres. in pass. sense, D.L.6.47, Asp.in EN133.14: fut. μεμφθήσομαι Ps.-Men. in Meineke Fragm.Com.Gr.iv p.337:—blame, censure, first in Hes. (though ἐπιμέμφομαι occurs in Hom.):    1 c. acc. pers., μέμψονται δ' ἄρα τούς Hes.Op.186, cf. Thgn.797, Pi.N.7.64, S.El.384, etc.; μ. τύχην A. Pr.1073 (anap.); μ. τὸν θέντα τὸν νόμον And.4.3; κατὰ τὸ μαντήϊον οὐκ ὀρθῶς ὁ Κροῖσος μέμφεται (sc. τὸν Λοξίαν) Hdt.1.91; μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους X.Oec.11.23; μ. τινὰ εἴς τι Id.An.2.6.30.    b c.acc. rei, οἶνε, τὰ μέν σ' αἰνῶ, τὰ δὲ μέμφομαι Thgn.873; μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα, Hdt.1.207, 3.13; μ. τὴν φιλοσοφίαν Pl.Euthd.305b; ἄλλο οὐδὲν μ. X. An.7.6.39; μεμφθεὶς κατὰ τὸ πλῆθος τὸ ἑωυτοῦ στράτευμα Hdt.1.77; ταῦτα . . προτ' ἐμὸν θυμὸν ἐμεμψάμαν Theoc.30.24.    2 c. dat. pers. et acc. rei, impute as blameworthy, cast in one's teeth, Sapph.Supp. 14.7 (prob.), Hdt.3.4,4.180, Ar.Nu.525, Av.137, Th.1.143, etc.: also c. acc. cogn., τῷ Λοξίᾳ μέμψιν μ. Ar.Pl.10, etc.; μ. τινὶ ὅτι . . Hdt.9.6, cf. 6.92; οὕνεκα . . E.Hel.31; εἰ . . Th.4.85: c. dat. pers. et gen. rei, οὔποτ' ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει A.Th.652: c. gen. pers. et acc. rei, ὃ μάλιστα μέμφονται ἡμῶν which is the chief complaint they make against us, Th.1.84.    3 c. dat. pers. only, to be dissatisfied with, find fault with, A.Th.560, Pr.63, S.Tr.470, E.Or.285, IA899 (troch.), X.Mem.3.5.20, Ep.Hebr.8.8: with part.added, μ. ἡμῖν λογισαμένοις Luc.Charid.20; ὡς κακῶς βουλευομένοις Pl.Phdr.234b, cf. Cri.50d.    4 c. gen. rei only, complain of, οὐ μάχης . . μέμψει A. Fr.199.3; εἴ τι μέμφῃ τῆς ἐμῆς ἀπουσίας E.Hec.962; τιμῆς ἐμέμφθη of her [neglected] honour (cf. εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Il.1.93), E.Hipp. 1402; μ. τῶν γεγενημένων Th.8.109.    5 c. inf. with μή, μ. μὴ πολλάκις βουλεύεσθαι object that one ought not... Id.3.42.    6 abs., find fault, complain, A.Supp.137 (lyr.); ὅτι Arist.EN1162b18. in Law, οἱ μεμφόμενοι the plaintiffs, GDI4998 (Gortyn).

German (Pape)

[Seite 129] tadeln, schelten, vorwerfen; τί, Hes. O. 168; Theogn. 795; μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων, Pind. P. 11, 53; οὐκ ἐμέμφθη χεῖρα φωτός, I. 2, 20; οὐ μέμψεταί με, N. 7, 64; u. so auch Tragg., μέμφεσθαι τοὺς γᾶς νέρθεν Aesch. Ch. 39, τὴν τύχην Eum. 566, ἄγγελον δ' οὐ μέμψεται πόλις Suppl. 755, ὀργὴν ἐμέμψω τὴν ἐμήν, Soph. O. R. 337; u. in Prosa, μεμφόμενος τὴν γνώμην, Her. 1, 207, μεμφθεὶς τῶν στρατηγῶν τὴν γνώμην, 7, 146, neben μὴ μέμψασθαι τὴν ἐσομένην δίκην, 8, 106; Thuc. 7, 77; τὸ βραδύ, ὃ μέμφονται μάλιστα ἡμῶν 1, 84; auch Sp., μέμφομαί σου τὸν βίον Luc. merc. cond. 12; διότι μέμφει τὴν τοιαύτην δύναμιν Plat. Gorg. 470 a, τὴν φιλοσοφίαν Euthyd. 305 b, u. sonst. – Auch μεμφθεὶς κατὰ τὸ πλῆθος τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα, Her. 1, 77, indem er auf sein Heer schalt in Beziehung auf die Menge, d. i. über die geringe Anzahl klagte; u. eben so mit dem gen., τιμῆς ἐμέμφθη, über die Ehre, Vernachlässigung derselben, Eur. Hipp. 1402; μηδεὶς μεμφθῇ, keiner tadele es, Thuc. 4, 85. – Τινί τι, Etwas an Einem tadeln, ihm vorwerfen, ihm Etwas zum Vorwurf machen, μεμφόμενός τι Ἀμάσι, Her. 3, 4, μεμφόμενος αὐτοῖς τὴν ἑαυτοῦ ἐξέλασιν, 6, 88; auch μεμφόμενοι αὐτοῖς ὅτι, 6, 92; vgl. Aesch. πλὴν τοῦδ' ἂν οὐδεὶς ἐνδίκως μέμψαιτό μοι, Prom. 63; Spt. 542; Soph. Trach. 470; μέμφομαι πόσει σῷ, Eur. I. A. 899; Med. 215; μέμψιν μέμφεσθαι τῷ Λοξίᾳ, Ar. Plut. 10; μή μοι μέμφηται, ὅτι, daß er mir nicht vorwerfe, daß, Plat. Conv. 213 e (vgl. Men. fr. inc. 186); τοῖς μὴ ἐρῶσιν οὐδεὶς πώποτε ἐμέμψατο ὡς, Phaedr. 234 b; τοσοῦτον ἀμφοτέροις μεμψαίμην, Is. 1, 9; Xen. An. 7, 6, 39, der auch sagt ἐς φιλίαν αὐτοὺς ἐμέμψατο, in Beziehung auf Freundschaft, 2, 6, 30, u. μέμφεσθαί τινα πρὸς τοὺς φίλους, bei den Freunden anklagen, Oec. 11, 23. – Bei D. L. 6, 47 ist μεμφομένου πρὸς πάντων pass.

Greek (Liddell-Scott)

μέμφομαι: μέλλ. μέμψομαι: ἀόρ. ἐμέμφθην Ἡρόδ. 1. 77., 3. 13, Πίνδ., ὡσαύτως Εὐρ. Ἱππ. 1402, Ἑλ. 31, 463, 637, Θουκ. 4. 85· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συνήθως ἐμεμψάμην, ὅπερ ὅμως εὕρηται καὶ παρὰ Μιμνέρμῳ 13. 5, Ἡρόδ. 2. 24., 8. 106· - τὸν ἐνεστ. μεταχειρίζεται ἐπὶ παθητ. σημασ. ὁ Διογ. Λ. 6. 47· καὶ τὸν μέλλ. μεμφθήσομαι ὁ Μένανδρ. (Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 337)· ἐνεργητικὸς δέ τις ἀόρ. μέμψας εὕρηται μόνον παρ’ Αἰσώπ. 132. (Ἐντεῦθεν μέμψις, μομφή, μόμφος, κτλ.: τὸ μῶμος φαίνεται ὡσαύτως συγγενές). Μέμφομαι, ψέγω, κατηγορῶ, εὑρίσκω σφάλμα εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. (ἂν καὶ παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ τὸ ἐπιμέμφομαι): - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., μέμψονται δ’ ἄρα τοὺς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 184, πρβλ. Θέογν. 795, 871, ὡσαύτως παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 7. 94, Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 1036, Σοφ. Ἠλ. 384, κτλ.· μ. τὸν θέντα τὸν νόμον Ἀνδοκ. 29. 13· μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Οἰκ. 11, 23· μ. τινα εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 30· οὕτω, β) μετ’ αἰτ. πράγμ., μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα Ἡρόδ. 1. 207., 3. 13, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως, μ. τι κατά τι, ψέγειν τι ὡς πρός τι, Ἡρόδ. 1. 91, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 6, 39. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ αἰτ. πράγμ., καταλογίζω τι εἴς τινα ὡς ἄξιον λόγου, κατακρίνω αὐτὸν δι’ αὐτό, Λατιν. exprobrare ἢ objicere alicui, Ἡρόδ. 3. 4., 4. 180, Ἀριστοφ. Νεφ. 525, Ὄρν. 137, Θουκ. 1. 143, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰ., μέμψιν μ. τῷ Λοξίᾳ Ἀριστοφ. Πλ. 10, κτλ.· ὡσαύτως, μ. τινι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 92., 9. 6· ὡς..., Πλάτ. Φαῖδρ. 234Β· οὕνεκα..., Εὐρ. Ἑλ. 31· εἰ..., Θουκ. 4. 85· - μετὰ δοτ. προσ. καὶ πράγμ., τοῦδ’ ἂν οὐδείς... μέμψαιτό μοι Αἰσχύλ. Πρ. 63· οὔποτ’ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 652· μετὰ γεν. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., ὃ μάλιστα μέμφονται ἡμῶν, διὰ τὸ ὁποῖον πρὸ πάντων μᾶς μέμφονται, Θουκ. 1. 84. 2) μετὰ δοτ. προσ. μόνον, εὑρίσκω, ἐλλείψεις ἢ σφάλματα εἴς τινα, Αἰσχύλ. Θήβ. 560, πρβλ. Πρ. 63, Τρ. Σοφ. 470, Εὐρ. Ὀρ. 285, Ι. Α. 899, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 20· προστιθεμένης μετοχ., μ. ἡμῖν λογισαμένοις Λουκ. Χαρίδημ. 20. 4) μετὰ γεν. πράγμ. μόνον, παραπονοῦμαι διά τι, οὐ μάχης... μέμψει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 3· εἴ τι μέμφει τῆς ἐμῆς ἀπουσίας Εὐρ. Ἑκ. 962· τιμῆς ἐμέμφθη, διὰ τὴν [παρημελημένην] τιμήν της, (πρβλ. εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Ἰλ. Α. 93), Εὐρ. Ἱππ. 1402· μ. τῶν γεγενημένων Θουκ. 8. 109. 5) μετ’ ἀπαρ. μετὰ τοῦ μὴ πλεοναστικῶς, οὔτε τοὺς μεμφομένους μὴ πολλάκις περὶ τῶν μεγίστων βουλεύεσθαι ἐπαινῶ Θουκ. 3, 42. 6) ἀπολύτως, εὑρίσκω σφάλματα, παραπονοῦμαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 137.

French (Bailly abrégé)

f. μέμψομαι, ao. ἐμεμψάμην, ao. Pass. au sens Act. ἐμέμφθην, pf. inus.
1 Act. faire des reproches, reprocher, blâmer : τινά ou τινί, qqn ; τι ou τινός, se plaindre de qch, faire qqe reproche ; τινί μέμψιν δικαίαν μ. AR adresser à qqn un reproche mérité ; τι μ. τινός, τινί τι, τινί τινος, τινα εἴς τι, blâmer ou accuser qqn de qch ; τινα πρός τινα, accuser une personne auprès d’une autre ; τινι ὅτι ou εἰ, reprocher à qqn ou accuser qqn de ; τι κατά τι, trouver à reprendre qch dans qch (dans un dessein, etc.);
2 Pass. être blâmé.
Étymologie: R. Μεμφ, blâmer ; cf. μῶμος.

English (Slater)

μέμφομαι (μέμφομ(αι); μεμφομένοις: fut. μέμψεται: aor. pass. pro med., ἐμέμφθη.)
   1 censure c. acc. τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων (P. 11.53) λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον against those that criticize him (N. 1.24) ἐὼν δ' ἐγγὺς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἀλὸς οἰκέων (N. 7.64) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός had cause to thank Fennel. (I. 2.20)

English (Strong)

middle voice of an apparently primary verb; to blame: find fault.