βιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 15:08, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (abb-1)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβρώσκω Medium diacritics: βιβρώσκω Low diacritics: βιβρώσκω Capitals: ΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: bibrṓskō Transliteration B: bibrōskō Transliteration C: vivrosko Beta Code: bibrw/skw

English (LSJ)

Babr.108.9, (cf. βρώζω, βορά)

   A · βρώσομαι Philostr.VA3.40: aor. ἔβρωσα (ἀν-) Nic.Th.134; inf. βρῶξαι (κατα-) Epic. in Arch.Pap.7.5: Ep. aor. 2 ἔβρων Call.Jov.49, (κατ-) h.Ap.127 : pf. βέβρωκα Il.22.94, Eup.68; sync. part. βεβρώς, ῶτος, S.Ant.1022; opt. βεβρώθοις, as iffrom pf. βέβρωθα, Il.4.35:—Pass., pres., Hp.Aff.4:fut. βρωθήσομαι Lyc.1421, S.E.P.3.227; βεβρώσομαι Od.2.203: aor ἐβρώθην Hp.Acut.37, etc., (κατ-) Hdt.3.16: pf. βέβρωμαι A.Ag.1097 (lyr.), (δια-) Pl. Ti.83a, (κατα-) SIG2587.310: plpf. ἐβέβρωτο Hp.Epid.4.19. —In Ion. Prose and LXX βέβρωκα ἐβρώθην βέβρωμαι take the place of Att. ἐδήδοκα ἠδέσθην ἐδήδεσμαι:—eat, eat up, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ' Il.22.94, etc.; οὐδὲν βεβρ. Eup.68: c. gen., eat of a thing, [λέων] βεβρωκὼς βοός Od.22.403; τῶν μελῶν βεβρωκότες Ar.V.463; κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224: abs., βεβρωκώς, opp. πεινῶν, Arist.HA 629b9; β. καὶ πεπωκώς Id.Fr.232, cf. Plb.3.72.6, Ev.Jo.6.13:—Pass., to be eaten, Hp.Acut.37; of teeth, decay, Id.Epid.4.19; χρήματα δ' αὖτε κακῶς βεβρώοεται will be devoured, Od.2.203; βεβρωμένοι ἄρτοι mouldy bread, LXX Jo.9.12; ῥίζα βεβρ. worm-eaten, Dsc.3.9; to be bitten, ὑπὸ τῶν κροκοδείλων Gal.14.246.

German (Pape)

[Seite 444] fut. βρώσομαι als unattisch verworfen von den Atticisten, findet sich nur einzeln bei Sp., wie Philostr. v. Apoll. c. 40; aor. ἔβρων H. h. Ap. 127 Callim. 49; öfter kommen vor perf. βέβρωκα, Hom.; Ar. Vesp. 462; βεβρώκοι Her. 1, 119; part. βεβρῶτες Soph. Ant. 1022; pass. βέβρωμαι, ἐβρώθην; essen, verzehren, φάρμακα βεβρωκώς Il. 22, 94; übertr., Od. 2, 203 χρήματα βεβρώσεται fut. pass.; βρωθήσομαι Lycophr. 1421; τινός βεβρωκώς Od. 22, 403, wie Soph. Ant. 1022; Ar. Vesp. 462; κρειῶν βεβρωκώς Theocr. 25, 224. Sp. D.; Prosa, z. B. Pol. 3, 72.

Greek (Liddell-Scott)

βιβρώσκω: Βάβρ. 108. 9· βρώσομαι Φιλόστρ. 129, Χρησμ. Σιβ. 7. 157 (ἴδε Φρύν. σ. 347)· ἀόρ. ἔβρωσα (ἀν-) Νικ. Θ. 134· (οἱ τύποι βρώξω, ἔβρωξα εἶναι πιθ. σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ βρύξω, ἔβροξα, ἴδε Λυκ. 678, Ἀνθ. II. 11. 271, καὶ πρβλ. *βρόχω)· Ἐπ. ἀόρ. β΄ ἔβρων Καλλ. εἰς Δία 49, (κατ-) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 127· πρκμ. βέβρωκα Ὅμ., Ἀττ.· μετοχ. κατὰ συγκοπὴν βεβρώς, ῶτος, Σοφ. Ἀντ. 1022· εὐκτική τις βεβρώθοις, ὡσεὶ ἐκ πρκμ. βέβρωθα, ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Δ. 35 (πρβλ. καταβρώθω). – Παθ., ἐνεστ., Ἱππ.· μέλλ. βρωθήσομαι Λυκ. 1121, Σέξτ. Ἐμπ.· βεβρώσομαι Ὀδ.· ἀόρ. ἐβρώθην Ἱππ. 389. 32, κτλ., (κατ-) Ἡρόδ. 3. 16· πρκμ. βέβρωμαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1097, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐβέβρωτο Ἱππ. 112Η· – οἱ ἐλλείποντες χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ √ΒΟΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ βορά, βορός, βρῶμα· πρβλ. Λατ. voro, vorax, vorago (ὥστελέξις βάραθρον ἀνήκει ἴσως εἰς ταύτην τὴν ῥίζαν)· Σανσκρ. gar, gir âmi sarbeo)· Λιθ. gérti (bibere)· ἴδε ἐν Β β). Τρώγω, κατατρώγω, βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ’ Ἰλ. Χ. 94, κτλ.· οὐδὲν βεβρ. Εὔπολ. Βαπτ. 3 κ. ἀλλ.· (ἴδε ἐκβιβρώσκω, λίπος)· μ. γεν., τρώγω ἔκ τινος πράγματος (μέρος δηλ.), [[[λέων]]] βεβρωκὼς βοὸς Ὀδ. Χ. 403· τῶν μελῶν βεβρωκότες Ἀριστοφ. Σφηξ. 462· ἀπολ., βεβρωκώς, ἀντίθ. τῷ πεινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 44, 2, πρβλ. Ἀποσπ. 223· – παθ., τρώγομαι, Ἱππ., κτλ., ἴδε ἀνωτ.· χρήματα δ’ αὖτε κακῶς βεβρώσετε, θὰ καταφαγωθῶσιν, Ὀδ. Β. 203.

French (Bailly abrégé)

f. βρώσομαι, ao.2 ἔβρων, pf. βέβρωκα;
Pass. f. βρωθήσομαι, ao. ἐβρώθην, pf. βέβρωμαι, f.ant. βεβρώσομαι;
dévorer, manger avec avidité : τι qch, τινός une part de qch, manger avidement de qch ; fig. dévorer ou engloutir (une fortune).
Étymologie: R. Βορ ou Βρω, dévorer, engloutir ; cf. βορά, βρῶμα et lat. voro.

English (Autenrieth)

perf. part. βεβρωκώς, pass. fut. βεβρώσεται: eat, devour; χρήματα βεβρώσεται, Od. 2.203.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. fut. βεβρώσεται Od.2.203, βρώσεται Philostr.VA 3.40; v. pas. aor. part. βρωθέντας Gal.14.246; perf. opt. βεβρώθοις Il.4.35, part. βεβρῶτες S.Ant.1022]
1 comer, devorar c. ac. κακὰ φάρμακα Il.22.94, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς Eup.77, τὰ βρώματα Hp.Dieb.Iudic.5, εἰ γὰρ βρώσεταί τι τούτων Philostr.l.c., en v. pas. τὰ σκήνεια τῆς [σκη] νῆς εὕρηκα βεβρωμένα encontré los tirantes de la tienda comidos por los gusanos, PCair.Zen.353.3 (III a.C.), ῥίζα ... βεβρωμένη raíz agusanada Dsc.3.9
c. gen. part. (λέων) βεβρωκὼς βοός Od.22.403, ἀνδροφόρου ... αἵματος λίπος S.l.c., βεβρωκὼς κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224
abs. ὁκότε νεωστὶ βεβρωκὼς εἴη inmediatamente después de comer Hp.Epid.5.6, cf. Hp.Aff.61, ἃ ἐπερίσσευσαν τοῖς βεβρωκόσιν Eu.Io.6.13, op. πεινάω: ὁ λέων ... μὴ πεινῶν καὶ βεβρωκὼς πραότατος Arist.HA 629b9, cf. Fr.232, Plb.3.72.6
en v. pas. κρεηφαγίη πολλὴ παρὰ τὸ ἔθος βρωθεῖσα Hp.Acut.10, (συροπέρδιξ) βρωθῆναί τε ἡδίων τοῦ ἑτέρου Ael.NA 16.7, τὸ βρωθὲν ἐπέφθη lo comido se cuece Arr.Epict.2.9.18, cf. Hp.Aff.4, Lyc.414, 912, 1251, 1421, D.P.Au.1.4, Ael.VH 1.9
ser pastado ἕως τοῦ βεβρωμ(ένου) χόρτου PStras.119.23 (I d.C.)
ser mordido τοὺς ὑπὸ τῶν κροκοδείλων βρωθέντας Gal.l.c., cf. PSI 760.4 (III/IV d.C.).
2 usos fig. devorar c. ac. de pers. en el sent. destrozar, acabar con ὠμὸν βεβρώθοις Πρίαμον Il.4.35
c. ac. de cosa gastar, consumir en v. pas. χρήματα κακῶς βεβρώσεται Od.2.203
en v. pas. de dientes estar cariados Hp.Epid.4.19, 25
c. gen. nutrirse, imbuirse τῶν μελῶν τῶν Φιλοκλέους Ar.V.463.

• Etimología: De la r. *gerH3- ‘tragar’ en grado ø y red., cf. ai. gīrṇá- ‘tragado’, lituan. gìrtas y c. otro grado vocálico ai. gárgara- ‘barranco’, gr. βορά, lat. uorō, etc.

English (Abbott-Smith)

βιβρώσκω, poët, and late prose, [in LXX for אכל;]
to eat: Jo 6:13.†