δύο

From LSJ
Revision as of 15:10, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (abb-1)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύο Medium diacritics: δύο Low diacritics: δύο Capitals: ΔΥΟ
Transliteration A: dýo Transliteration B: dyo Transliteration C: dyo Beta Code: du/o

English (LSJ)

[ῠ], also δύω in Ep., Eleg. and late, SIG1231 (Nicomedia, iii/ iv A. D.), not in Ion. Inscrr. nor in Trag. (δύο ῥοπάς shd. be read in E.Hel.1090), nor in Att. Prose or Inscrr.: Lacon. acc.

   A δύε IG5(1).1; Thess. fem. δύας ib.9(2).517: gen. and dat. δυοῖν Hp.Vict.1.3, but f.l. in Hdt.1.11,91 [used as monos. in S.OT640, cf. δώδεκα for δυώδ-]; later Att. also δυεῖν (esp. in fem. gen.) found in codd. of E.El. 536, cited fr. Th. by Ael.Dion.(?) Fr.372, cf. 1.20 (cod. Laur.); Boeot. δουῖν Corinn.Supp.2.54; later δυσί, δυσὶν ἡμέραις Th.8.101 codd., δυσὶν ἡμέρῃσι v.l. in Hp.Acut.(Sp.) 67; δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς Arist.Pol.1287b27, cf.Men.699, SIG344.26 (Teos, iv B.C.), etc.: early Att. Inscrr. have δυοῖν IG12.3.10, al., later δυεῖν SIG2587.286, IG22.463.78, al., from cent. iii on δυσί ib.1028.27, al.; Ion. gen. δυῶν GDI5653d9 (Chios), Hdt.1.94, 130, etc., dat. δυοῖσι ib. 32,7.104; δυῶν also Dor., Leg.Gort.1.40, Tab.Heracl.1.139; δυοῖς Leg.Gort.7.46.— Used indecl., like ἄμφω, by Hom. (who has no gen. or dat. δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Il.10.253; δύω κανόνεσσι 13.407, etc.; so in Hdt. and Att., δύο νεῶν Hdt.8.82; δύο ζεύγεσι Id.3.130; δύο νεῶν Th.3.89; δύο πλέθρων X.An.3.4.9; with dual, δύο μναῖν dub. l. Id.Mem. 2.5.2; but not in Trag. and rare in Com., ἔτεσιν δύο Alex.105; δύ' ἔτεσιν Damox.2.3: not in Att. Inscrr. before the Roman period, IG3.1443, al.:—two, Il.1.16, etc.; in Hom., δύο and δύω are sts. joined with plural Nouns, δύο δ' ἄνδρες 18.498, al.; also in Trag., δύο κριούς S.Aj.237 (lyr.); in Att. Prose, δύο τέχνας Pl.Grg.464b; but δυοῖν is rare with plural Nouns, ὀρθοστάταις δυοῖν IG2.1054.64; ἕνα καὶ δύο one or two, a few, Il.2.346; δύ' ἢ τρεῖς Ar.Pax829, cf. X.HG 3.5.20; εἰς δύο two and two, Id.Cyr.7.5.17; σὺν δύο two together, Il. 10.224, Hdt.4.66; δύο ποιεῖν τὴν πόλιν to split the state into two, divide it, Arist.Pol.1310a4.

German (Pape)

[Seite 673] zwei; Sanskr. dva, dvâu, Lat. duo, Umbr. du-r, Goth. tvai F. tvôs N. tva, Kirchenslav. dŭva, Lit. du, dvi, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol . 1, 204. Bei Homer finden sich nur die Formen δύο und δύω, rein nach dem Versbedürfniß abwechselnd, aber beide, so oft auch der Dichter das Wort gebraucht, fast nur als nom. oder accus.; den genit. u. den dativ. vermeidet Homer merkwürdiger Weise. Er verbindet das Wort mit dem dual. u. mit dem plural., rein nach dem Versbedürfniß abwechselnd. Beispiele: – 1) nominat.: Iliad. 12, 95 υἷε δύω, 13, 499 δύο ἄνδρες, Odyss. 15, 412 δύω πόλιες, Iliad. 18, 507 δύω τάλαντα. – 2) accusat.: Odyss. 9, 90 ἄνδρε δύω, Iliad. 5, 572 δύο φῶτε, 22, 210 δύο κῆρε θανάτοιο, 21, 145 δύο δοῦρε, 3, 116 δύω κήρυκας, 20, 269 δύω πτύχας, vs. 271 τὰς δύο (πτύχας) χαλκείας, δύο δ' ἔνδοθι κασσιτέροιο, Odyss. 9, 74 δύω νύκτας δύο τ' ἤματα, 10, 142 δύο τ' ἤματα καὶ δύο νύκτας. – 3) genitiv. und dativ.: Iliad. 13, 407 δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν (ἀσπίδα); Odyss. 10, 515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων; Iliad. 10, 253 παρῴχηκεν δὲ πλέων νύξ

Greek (Liddell-Scott)

δύο: ὡσαύτως δύω παρ’ Ἐπ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Πόρσ. Ὀρ. 1550· γεν. καὶ δοτ. δυοῖν [[[εἶναι]] μονοσύλλαβον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 640, πρβλ. δώδεκα ἀντὶ δυώδ-] παρὰ μεταγεν. Ἀττ. ὡσαύτως δυεῖν, ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος ἀποκλείεται ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδόσεων τῶν δοκίμων Ἀττικῶν, ὡς Εὐρ. Ἠλ. 536, Θουκ. 1. 20, ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. λ. δύο ἐν τέλ.·- παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως δοτ. πληθ. δυσὶ (ἐν Θουκ. 8. 101, ἀντὶ δυσὶν ἡμέραις γραπτέον δυοῖν ἡμέραιν), κοινὸν ὅμως μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 150, καὶ συχνὸν ἐν Ἐπιγραφαῖς, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 210·- Ἐν ταῖς Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς τὸ δυοῖν εἶνε ἐν χρήσει μέχρι τοῦ 329 π. Χ., τὸ δυεῖν ἀπὸ τοῦ 329 μέχρι τοῦ 229 π. Χ., τὸ δὲ δυσὶ ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς 3ης ἑκατονταετ. π. Χ., Meisterh. σ. 157. - Οἱ Ἰων. τύποι δυῶν (Ἡρόδ. 1. 94, 130, κτλ.), δυοῖσι (1. 32., 7. 104) θεωροῦνται ἀμφίβολοι ὑπὸ τοῦ Δινδ. - Ἐν χρήσει ἀκλίτως, ὡς τὸ ἄμφω, παρ’ Ὁμ. (ὅστις δὲν ἔχει γενικὴν ἢ δοτικὴν δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Ἰλ. Κ. 253· δύω κανόνεσσι Ν. 407, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., δύο νεῶν Ἡρόδ. 8. 82· δύο ζεύγεσι 3. 130· δύο νεῶν Θουκ. 3. 89· δύο πλέθρων Ξεν. Ἀν. 1. 3, 23, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ οὕτω παρὰ Τραγ. (τὸ χωρίον Εὐρ. Ἀνδρ. 692 δὲν παρουσιάζει ἐξαίρεσιν), καὶ σπάνιον παρὰ Κωμ., Ἀλεξ. Κνιδ. 1, Δαμοξ. Συντρ. 1. 3. (Ἐκ τῆς √ΔΥ παράγονται ὡσαύτως τὰ δὶς (ἀντὶ δυὶς ἢ δϝίς), δεύτερος (ἀντὶ δϝέτερος), δοιοί, δισσός, δία, δίχα, δι-πλόος· πρβλ. Σανσκρ. dva, dvàu (dyo), dvis (bis), dvitîyas (δεύτερος), vi- (ve-, dis-)· Ζενδ. dva (duo), κτλ.· Λατ. duo, bis (ἀντὶ duis, πρβλ. Ζενδ. bi-tya (δεύτερος)), bini (ἀντὶ duini), dis- καὶ ve-, du-plex, du-bius· Γοτθ. tvai, vi-thra (contra), twistass (διχοστασία)· Παλαιο-Σκανδιν. tveir, tvi- (bis)· Ἀγγλο-Σαξ. twâ (two, twain), tvennr (twin), κτλ.· Παλαιο-Γερμ. zwuo (Γερμ. zwei), κτλ.). Ἰλ. Α. 16, κτλ.·- παρ’ Ὁμ. δύο καὶ δύω (κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου) συχνάκις συνάπτονται πληθυντικοῖς ὀνόμασιν, ὡς δύο δ’ ἄνδρες, κτλ.· παρὰ Τραγ. ὡσαύτως τὸ δύο ἐνίοτε ἀπαντᾷ μετὰ πληθ. ὀνομάτων, τὸ δὲ δυοῖν σπανίως, ἴδε Elmsl. Μηδ. 798·- δύο ἐνίοτε, τῷ = ἡμετέρῳ «ἕνα δυό», Λατ. vel duo vel nemo, ὀλίγοι, Θεόκρ. 14. 45· πληρέστερον, ἕνα καὶ δύο Ἰλ. Β. 346· δύ’ ἢ τρεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 829· εἰς δύο, δύοδύο, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· σὺν δύο, δύο ὁμοῦ, Ἰλ. Κ. 224, Ἡρόδ. 4. 66· δύο ποιεῖν τὴν πόλιν, διασπᾶν, διαιρεῖν εἰς δύο, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 10.

French (Bailly abrégé)

gén.-dat. δυοῖν, indécl. dans Homère;
numéral;
deux ; abs. pour marquer deux parties (sur trois), càd les deux tiers.
Étymologie: R. ΔϜι, séparer, > δίς pour *δϜίς ; cf. lat. duo et bis pour duis.

English (Autenrieth)

indeclinable in Homer: two; proverb, σύν τε δὔ ἐρχομένω καί τε πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν, ‘two together going, hasteneth the knowing’ (lit. one notes before the other), Il. 10.224.

English (Slater)

δῠο (δύο, δυοῖν gen., δύο.)
   1 two δύο δὲ γλαυκῶπες δράκοντες (O. 6.45) ἀγαθαὶ δὲ πέλοντἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) δράκοντεςτρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ (O. 8.38) ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι (O. 9.86) δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων (O. 13.32) αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι (P. 2.30) δύο δ' ἀπὸ Κίρρας, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (sc. μ' ἄγοντι νῖκαι) (P. 7.16) δύο μὲν ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος acc. (N. 6.61) ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (i. e. ποδῶν δὶς νικηφόρων καὶ δυοῖν ἀνδρῶν. Σ) (N. 8.48) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (post ὄλβῳ distinx. alii) (I. 5.12) εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): δύϝο IGDS 15 (Sicilia VI a.C.); beoc. δούο BCH 60.1936.179.31 (Tespias III a.C.); δίουο IG 7.3172.164 (Orcómeno III a.C.); ép. y poét. (nunca trag. ni com. y raro en prosa) δύω Il.13.407, h.Cer.400, Hes.Op.12, Thgn.955, Emp.B 32, A.R.1.163, Isoc.10.1, Gal.18(2).979, Philostr.VA 3.15, TAM 4(1).276.7 (Nicomedia III/IV d.C.), Ath.Al.M.26.77B, Gr.Naz.M.35.1092A; lacon. δύε SEG 39.370a.8 (Laconia V/IV a.C.); eub., etol. δύϝε SEG 41.725c.7 (Eretria VI a.C.), IG 92.152d (Calidón VI a.C.)

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [en Hom. sólo indecl.; δύο como gen. Il.10.253, Od.10.515, Hdt.8.82, Th.3.89, X.An.3.4.9, IG 22.6153 (III d.C.); como dat., Hdt.3.130, Alex.110, Damox.2.3; δύω como gen., Gr.Naz.M.35.1092A, tb. como dat. Il.13.407; διού como gen. Nouveau Choix 24A.4 (Acrefia III a.C.); c. decl. de dual: gen.-dat. δυοῖν Hp.Vict.1.3, E.El.536, Pl.Grg.464b, IG 22.1668.64 (IV a.C.), POxy.3611.7 (III d.C.), monosilábico, S.OT 640, δυεῖν Arist.Cat.14a.31, IG 22.463.78, 1672.286 (ambas IV a.C.), 835.27 (III a.C.), Men.Dysc.327, LXX 4Ma.1.28, POxy.3996.9 (III d.C.), beoc. δουῖν Corinn.1(a).3.15; c. decl. de plu.: tes. nom. masc. δύοι SEG 43.311B.25 (Tesalia II a.C.); tes. y locr. nom.-ac. neutr. δύα SEG 26.672.10 (Larisa II a.C.), IEpir.App.68.4 (Dodona IV a.C.); tes. ac. fem. δύας IG 9(2).517.21 (Larisa III a.C.), SEG 26.672.28 (Larisa II a.C.); jón., cret., délf. y locr. gen. δυῶν Hdt.1.94, 130, Schwyzer 688D.9 (Quíos V a.C.), ICr.4.72.1.41 (Gortina V a.C.), TEracl.1.139 (IV a.C.), CID 2.62.2.68 (IV a.C.), IG 92.638.5.8 (Naupacto II a.C.); dat. δυοῖσι Hippon.95.6, Hdt.1.32, δυσί(ν) Hp.Int.35, A.Fr.281, Welles, RC 3.26 (Teos IV a.C.), Hp.Acut.(Sp.) 67, Arist.Pol.1287b27, Thphr.HP 9.2.6, Men.Comp.2.119, LXX Ex.4.9, IG 22.1028.27 (II/I a.C.), δυοῖς Hsch., tb. cret. ICr.4.72.7.46 (Gortina V a.C.), el. δυοίοις IO 13.3 (V a.C.), eol. δύεσιν Eust.802.28]
numeral dos
a) c. subst. en dual Ἀτρεΐδα ... δύω Il.1.16, cf. A.Ch.207, Call.Dian.207, Isoc.l.c., A.R.1.163, Orph.A.946, δυοῖν ... μιασμάτοιν A.Eu.600, cf. Hp.Vict.1.3, S.OT 640, E.El.536, ἄλλω δύο παῖδε A.R.1.185;
b) c. subst. en plu.: δύο: δ. δ' ἄνδρες Il.18.498, cf. CID 2.78.4 (IV a.C.), δ. παῖδας Hes.Sc.112, δύϝο τάλαντα IGDS 15 (Sicilia VI a.C.), cf. Parm.B 8.53, B.4.17, S.Ai.237, E.Hel.1090, Call.Dian.90, Orph.A.722, δίου ὀβολοί IG 7.3193.5 (Orcómeno III a.C.), c. gen. τῶν δ. μοιράων Il.10.253, cf. Hdt.8.82, Th.3.89, Hp.Fract.44, τὸ ... ὕψος δ. πλέθρων X.An.3.4.9, δραχμάων ... διού Nouveau Choix l.c., Αὐρ(ήλιος) ... κεῖται ἐτῶν δ. IG 22.6153 (III d.C.), c. dat. δύο ζεύγεσι Hdt.3.130, ἐν ἔτεσιν δύο Alex.110, cf. Damox.2.3
δύω: δ. κακά Thgn.955, δ. ... νηούς Call.Dian.233, πυάλους δ. TAM l.c., c. gen. τῶν δύω τὸ ἕτερον Gr.Naz.M.35.1092A, c. gen. partitivo τὰς δ. τῶν ῥάβδων Hp.Fract.30, c. dat. δύω κανόνεσσ' Il.13.407
δύας: ἐν στάλλας ... δύας IG 9(2).517.21 (Larisa III a.C.), cf. SEG 26.672.28 (Larisa II a.C.), IEpir.App.l.c.
δυῶν: ἀντὶ μαιτύρον δυōν ICr.4.72.1.41, τριγλύφων ... δυῶν CID 2.62.2.68 (IV a.C.)
δυοῖς: ἐν τοῖς δυοῖς μɛ̄νσί ICr.4.72.7.46 (Gortina V a.C.)
δυοῖσιν: δυοῖσιν ἐν πόνοισι Hippon.l.c.
δυσί: ταῖς δυσὶ σιαγόσι A.Fr.281, cf. Hp.Int.35, Acut.(Sp.) 67, Thphr.HP 9.2.6, Welles, RC l.c., LXX Ex.4.9, IG 22.1028.27 (II/I a.C.)
δυοῖν: ὀρθοστάταις δυοῖν IG 22.1668.64 (IV a.C.), ἐπιμηνιειᾶν δυοῖν CID 2.32.14 (IV a.C.), cf. Plu.2.198c, POxy.3611.7 (III d.C.)
δυεῖν: ταλάντων ... δυεῖν Men.Dysc.327, cf. IG 22.835.27 (III a.C.), Arist.Cat.14a31, LXX 4Ma.1.28, POxy.3996.9 (III d.C.);
c) alternando formas con dual y plural en una misma frase δυοῖν ὄντοιν τοῖν πραγμάτοιν δύο λέγω τέχνας Pl.Grg.464b, δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς Arist.Pol.1287b27;
d) en combinación c. otros numerales para la expr. de cantidades superiores δ. καὶ τεσσεράκοντα Hp.Nat.Hom.15, ἐπ' ἐτέα δυῶν δέοντα εἴκοσι hasta que faltaban dos años para los veinte, e.d., dieciocho años Hdt.1.94, cf. 130, πεντακοσίων πεντηκόντων δυῶν Schwyzer 688D.9 (Quíos V a.C.), μνᾶς δύε καὶ τριάκοντα SEG 39.370a.8 (Laconia V/IV a.C.), Ϝίκατι καὶ δυῶν ποδῶν TEracl.l.c., πέλεθρα ἑκατὸν τράκοντα (sic) δύα SEG 26.672.10 (Larisa II a.C.);
e) en combinación con otros numerales para la expr. de la indeterminación ἕνα καὶ δ. uno o dos, e.e. unos pocos, Il.2.346, δύ' ἢ τρεῖς ἀνθρώπους Anan.2.2, ἐς βραχὺ ἄγοντες τὴν ἀρχὴν ... ἓν ἢ δ. ὑποθέμενοι Hp.VM 1, cf. Ar.Pax 829, X.HG 3.5.20, 1Ep.Cor.14.29;
f) en expr. c. valor distributivo, gener. c. prep. τέσσαρας ῥίζας κατὰ δ. συνεζευγμένας Hp.Epid.4.19, πεζῶν καὶ ἱππέων εἰς δ. ἄγοντας τὴν χιλιοστύν llevando su regimiento de infantería y caballería en formación de a dos X.Cyr.7.5.17
en lit. bíblica y crist. c. red. del numeral εἰσῆλθον ... εἰς τὸν κιβωτόν, δ. δ. ἀπὸ πάσης σαρκός LXX Ge.7.15, cf. Eu.Marc.6.7, Epiph.Const.Haer.1.7, ἀπέστειλεν αὐτοὺς ἀνὰ δ. δ. los envió de dos en dos, Eu.Luc.10.1;
g) subst., de pers. los dos, las dos σύν τε δύ' ἐρχομένω yendo los dos juntos, Il.10.224, ἣ μὲν ἔην θνητή, αἳ δ' ἀθάνατοι ... αἱ δύο esta última (Medusa) era mortal, las inmortales eran las otras dos ref. a las tres Gorgonas, Hes.Th.278
de cosas dos cosas ἣ δύ' ἐν φρεσὶν νοεῖ Semon.8.27, ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δ. Hp.Epid.1.11, εἰ ... δ. εἴη, οὐκ ἂν δύναιτο ἄπειρα εἶναι Meliss.B 6, (δεδούλωται) δυσὶν ... δοῦλος Men.Comp.2.119, τᾶν δὲ δουῖν Corinn.l.c., ἡ μὲν γὰρ ἁφὴ δ. λέγει ἐν τῇ ἐπαλλάξει τῶν δακτύλων ἡ δ' ὄψις ἕν Arist.Metaph.1011a33, δ. ... ποιοῦσιν ... τὴν πόλιν dividen a la ciudad en dos bandos Arist.Pol.1310a4, τὸ καταπέταμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη ... εἰς δ. Eu.Matt.27.51, εἰς δ. αὐτὸν κόψαι Io.Mal.Chron.15.387;
h) δ. ἄνδρες trad. de lat. duouiri, SEG 46.1252 (Acragante I a./d.C.), IEphesos 4101.14 (I a.C.), CASA 3.1964.54.7 (Taormina I a.C.). • DMic.: dwo.

• Etimología: De *du°H3, cf. lat. duo, frente a la forma *dueH3, que da lugar a δύω, ai. dvā́, etc.

English (Abbott-Smith)

δύο, numeral, indecl. exc. in dat., δυσί, δυσίν (Attic δυοῖν),
two: Mt 19:6, Mk 10:8, Jo 2:6, al.; with pl. noun, Mt 9:27 10:10, al.; οἱ, τῶν, τοὺς δ., Mt 19:5 20:24, Mk 10:8, Eph 2:15, al.; δ. ἐξ, Lk 24:13; distrib., ἀνὰ, κατὰ δ., two and two, two apiece: Lk 10:1 (WH, ἀνὰ δ. [[[δύο]]]), Jo 2:6, I Co 14:27; δύο δύο (= ἀνὰ δ., as LXX, Ge 6:19 for שְׁנַיִם שְׁנַיִם, but not merely "Hebraism," cf. μυρία μυρία, Æsch., Pers., 981, and for usage in π. and MGr., v. M, Pr., 21, 97), Mk 6:7; εἰς δ. (two and two, Xen., Cyr., 7, 5, 17), into two parts, Mt 27:51, Mk 15:38.