πραγματεύομαι
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Ion. πρηγμ-, aor. ἐπραγματευσάμην, Ion. ἐπρηγμ-, Hp.Epid.6.8.32, X.Oec.10.9, etc.; also ἐπραγματεύθην, Ion. ἐπρηγμ-, Hdt.2.87, Isoc.12.249: pf.
A πεπραγμάτευμαι Id.11.1, Pl.Phd.99d, 100b, al.; also in pass. sense, v. infr.:—busy oneself, take trouble, ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες Hdt.l.c., cf.Pl.Cra.437c; π. περὶ σωφροσύνης Id.R.430d, cf. Cra.425c; περὶ τὰ ὄντα Id.Tht.187a, cf. X. Mem.4.2.7, Arist.EN1102a22, etc.; πολλὰ ἐπί τινι π. work at at thing, labour to bring it about, X.Mem.1.3.15; πρός τι Pl.Erx.398a; πραγματεύονται ὅπως ἄρξουσι exert themselves to... X.Lac.14.5:abs., Thphr. HP4.4.1; μηδὲν πραγματεύου do not worry, Id.Char.18.9: c.inf., exert oneself to... Plu.Them.19. 2 to be engaged in business, spend one's time in business, ὅληντὴννύκτα all nightlong, X.Cyr.2.4.26; π.καὶ κακοπαθεῖν τὸν βίον ἅπαντα Arist.EN1176b29, cf.1122a9; simply, conduct a business, PCair.Zen.199.11 (iii B. C.); transact business, of clerks, ib. 647.11 (iii B. C.); π. ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν make money by trade and loans, Plu.Cat.Mi.50, cf.Sull.17, etc.; οἱ πραγματευόμενοι, = Lat. negotiatores, OGI532.6 (Galatia), cf.SIG797.10 (Assus, i A.D.): c.acc., π. τὸ συνηγορικὸν καὶ (τὸ) ἐπιδέκατον, of a tax-farmer, Ostr.1537 (ii B. C.), PLeid.Fin Ostr.i p.302; τὴν ὑϊκὴν π. PSI4.384.2 (iii B. C.); generally, of officials, to be employed in public affairs, PGnom.174 (ii A. D.), etc. II c. acc. rei, take in hand, treat laboriously, be engaged in, Pl.Prt.361d, Hp.Ma.304c, D.18.26, etc.; undertake, τὸν δεύτερον πλοῦν Pl.Phd.99d. 2 of authors, elaborate a work, Ar.Nu.526; of a science, work out, ἃ θέλει Archyt.4; treat of, περὶ φύσεως πάντα Arist.Metaph.989b33, cf. Epicur.Nat.15.34; περί τινος Arist.Ph.193b31; περί τι Id.Metaph.1025b17, Phld.Mus.p.96K., al.; τοιαύτην οὐκ ἐπραγματεύθησαν ἀκριβολογίαν περὶ τὰς φλέβας did not use such precision in treating of... Arist.HA513a9. 3 of historians, treat systematically, τὰς πράξεις Plb.1.4.3: abs., οἱ πραγματευόμενοι systematic historians, Id.5.33.5, etc. 4 simply, write, treat, ποιητὴς ὢν πεπραγμάτευται περὶ τὸ ἱερόν IG11(4).544.5 (Delos, iii B. C.); τὰ πεπραγματευμένα ὑπ' αὐτῶ his works, composilions, SIG721.8 (Crete, ii/i B. C.), cf. 702.5 (Delph., ii B. C.). III Pass., mostly pf. πεπραγμάτευμαι, to be laboured at, elaborated, Pl.Ap.22b, Prm.129e; δόρυ ὡσαύτως -ευμένον X Eq.8.10; αἱ εἰς τὸν παῖδα -ευμέναι μεταφοραί Aeschin.1.167; also pres., Arist.EE1215a30.
German (Pape)
[Seite 693] ion. πρηγματεύομαι, depon. med., doch findet sich auch der aor. pass. πρηγματευθῆναι in derselben actioen Bdtg, Her. 2, 87, wie Strab. 12, 3, 11; – eine Sache, ein Geschäft treiben, beschäftigt sein, sich womit abgeben, Etwas treiben; πάντα ταῦτα, Plat. Prot. 361 d; περί τι, Theaet. 187 a; περὶ σωφροσύνης, Rep. IV, 430 d, u. öfter; das pers. auch in passiver Bdtg, Parm. 129 e; ἃ ποιήματά μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς, Apol. 22 b; πραγματεύεσθαι τὴν νύκτα, die Nacht durch arbeiten, Xen. Cyr. 2, 4, 26; Dem. u. Folgde; συντάξεις πραγματεύεσθαι, Geschichte schreiben, Pol. 12, 27, 7. τοὺς πολέμους καὶ τὰς πράξεις, 4, 4, 3; auch absolut in dieser Bdtg, 1, 4, 3; später bes. Geld- u. Handelsgeschäfte machen, Plut. Sull. 17; πρ. ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν, Cat. min. 59.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτεύομαι: Ἰων. πρηγμ-· μέλλ. -εύσομαι. μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου· ἀόρ. ἐπραγματευσάμην, Ἱππ. 1202Α, Ξεν. Οἰκ. 10. 9, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπραγματεύθην, Ἰων. ἐπρηγμ-, Ἡρόδ. 2. 87, Ἰσοκρ. 249Α· πρκμ. πεπραγμάτευμαι, Ἰσοκρ. 221Α, Πλάτ. Φαίδων 99D, 100Β, κ. ἀλλ., ἀλλὰ ὁ πρκμ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐπὶ παθ. σημ. ἴδε ἐν τέλ.· ἀποθετ.: (πρᾶγμα) Ἀσχολοῦμαι εἴς τι, φροντίζω, ἀπέδωκαν τὸν νεκρὸν οὐδὲν ἔτι πρηγματευθέντες Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 437C· πρ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430D, κ. ἀλλ.· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 187Α, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 7, κτλ.· πραγματεύομαι ἐπί τινι, καταβάλλω κόπους πρὸς κατόρθωσιν πράγματός τινος, αὐτόθι 1. 3, 15· πρός τι Πλάτ. Ἐρυξ. 398Α· πραγματεύονται ὅπως ἄρξουσι, ἀγωνίζονται ὅπως..., Ξεν. Λακ. 14. 5· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἀγωνίζομαι νά..., Πλουτ. Θεμ. 19. 2) ἀσχολοῦμαι εἰς ἐργασίαν, δαπανῶ τὸν χρόνον μου εἰς ἐργασίαν, τὴν νύκτα, καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· πρ. καὶ κακοπαθεῖν τὸν βίον ἅπαντα Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 6, 6, πρβλ. 4. 1, 43· πραγματεύομαι ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν, κάμνω χρήματα ἐμπορευόμενος καὶ δανειζόμενος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, πρβλ. Σύλλ. 17. κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., καταγίνομαι εἴς τι μετὰ προσοχῆς καὶ ἐπιμελείας, ἀσχολοῦμαι εἴς τι, Πλάτ. Πρωτ. 361D, Ἱππ. Μείζων 304C, κτλ.· ἐπιχειρῶ, τὸν δεύτερον πλοῦν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 99D. 2) ἐπὶ συγγραφέων, πραγματεύομαί τι μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας, Ἀριστοφ. Νεφ. 526, Πλάτ. Ἀπολ. 22Β· πραγματεύομαι περὶ τινος, περὶ φύσεως πάντα Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 18· περὶ τινος ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 2, 1, κ. ἀλλ.· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 3, κ. ἀλλ. τοιαύτην οὐκ ἐπραγματεύθησαν ἀκριβολογίαν περὶ τὰς φλέβας ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 5. 3) ἐπὶ ἱστορικῶν συγγραφέων, ἐκτίθημι συστηματικῶς, τὰς πράξεις Πολύβ. 1. 4, 3· καὶ ἀπολ., οἱ πραγματευόμενοι, συστηματικοὶ ἱστοριογράφοι, πραγματικὴν ἱστορίαν συγγράφοντες, ὁ αὐτ. 5. 33, 5, κτλ.· πρβλ. πραγματεία ΙΙΙ. 3. ΙΙΙ. πρκμ. πεπραγμάτευμαι, ἐπὶ παθ. σημασ., τυγχάνω ἀκριβοῦς ἐξεργασίας καὶ ἐπιμελείας, ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα, ἅ μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῦσθαι αὐτοῖς Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Παρμ. 129Ε, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 8. 10, Αἰσχίν. 24. 5· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 1. 4, 2. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπραγματευσάμην et ἐπραγματεύθην, pf. πεπραγμάτευμαι;
1 se donner de la peine, du tracas ; avec un inf. : chercher à, s’efforcer de ; avec ὅπως et l’ind. f. : faire effort pour ; en parl. du travail de l’intelligence se livrer à l’étude, s’occuper de ; traiter de, composer, écrire, acc.;
2 s’occuper d’affaires, de négoce, de commerce.
Étymologie: πρᾶγμα.
English (Strong)
from πρᾶγμα; to busy oneself with, i.e. to trade: occupy.
English (Thayer)
1st aorist middle imperative 2nd person plural πραγματεύσασθε; (πρᾶγμα); in Greek prose writings from Herodotus down; to be occupied in anything; to carry on a business; specifically, to carry on the business of a banker or trader (Plutarch, Sull. 17; Cat. min. 59): WH text reads the infinitive (see their Introductory § 404); R. V. trade. Compare: διαπραγματεύομαι.)