συνδέω

From LSJ
Revision as of 18:11, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδέω Medium diacritics: συνδέω Low diacritics: συνδέω Capitals: ΣΥΝΔΕΩ
Transliteration A: syndéō Transliteration B: syndeō Transliteration C: syndeo Beta Code: sunde/w

English (LSJ)

   A bind or tie together, of two or more things, συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου Od.10.168; σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον 22.189; οἶνος σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Hes.Fr.121; τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Pl.Euthphr.4c; σ. γαύλους bind them together, side by side, Hdt.8.97, cf. Plb.1.22.9; δέλτον λύειν καὶ σ. fasten it up, E.IA110; act as binding material, ὁ συνδέων πηλός CPR232.17 (ii/iii A.D.):— Pass., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν had their hands tied together, Demad.13; ἰσχία μὴ συνδεδεμένα flanks not well-knit, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Arist.Pr.873a33.    2 of persons, bind hand and foot, ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι Il.1.399, cf. Hdt.9.119, S.Aj.62, Ph. 1016, E.Cyc.238, etc.; λαγὼς αὐτὸς σ. ἑαυτόν entangles itself, X Cyr. 1.6.40:—Pass., συνδεδεμένος constrained, cramped, Philostr.Im.2.21.    b bind up a wound, σφενδόνῃ with . ., Il.13.599.    3 bind up with, combine closely, σάρκας ὀστοῖς Pl.Ti.84a, cf. 73b, Smp.202e, Tht.160b; also τι ἀπό τινος Luc.Syr.D.29; of parts growing together, Hp.Mul.1.40.    4 generally, bind together, unite, [ἰσότης] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις σ. E.Ph.538; τὸ κοινὸν συνδεῖ τὰς πόλεις Pl.Lg.875a; ἡδονῆς καὶ λύπης κοινωνία συνδεῖ Id.R.462b; σ. καὶ συνέχειν Id.Phd.99c; σ. τινὰ πενίᾳ bind him to... Alciphr.3.49.    5 connect, opp. διαζευγνύω, A.D.Conj. 214.6, al.    II Med., σύνδησαι πέπλους gird up thy robes, E.Andr. 832 (lyr., Reiske for πέπλοις).    2 have things bound together, Ti. Locr.99a, Them.Or.4.59a.    3 unite themselves, form a union, πρὸς παίδων γέννησιν Pl.Plt.310b, cf. Betion ap.D.L.4.54.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. δἐω), zusammenbinden, -fesseln; ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι, Il. 1, 399; von einer Wunde, verbinden, αὐτὴν δὲ ξυνέδησε σφενδόνῃ, Il. 13, 599; Od. 10, 168; τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν, Soph. Ai. 62; Phil. 1004; Ggstz λύειν, Eur. I. A. 110; ἣ φίλους ἀεὶ φίλοις συνδεῖ, Phoen. 541; u. in Prosa: ξυνδεῖν καὶ ξυνέχειν οὐδὲν οἴονται, Plat. Phaed. 99 c; καὶ ξυμπλέκειν, Polit. 309 b; συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, Euthyphr. 4 c; Folgde, wie Plut., oft.

Greek (Liddell-Scott)

συνδέω: Ἀττ. ξυνδέω, μέλλ. -δήσω· -δένω ὁμοῦ, ἐπὶ δύο ἢ πλειόνων πραγμάτων, συνέδεσα πόδας δεινοῖο πελώρου Ὀδ. Κ. 168· σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον Χ. 189 οἶνος σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Ἡσ. Ἀποσπ. 43· τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Πλάτ. Εὐθύφρων 4C· γαυλούς τε Φοινικηΐους συνέδεε Ἡρόδ. 8. 97, πρβλ. Πολύβ. 1. 22, 9· δέλτον λύειν καὶ σ. Εὐρ. Ι. Α. 110. ― Παθ., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν Δημάδ. 180. 8· ἰσχία μὴ συνδεδεμένα, μὴ συνεσταλμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 3. 16. 2) ἐπὶ προσώπων, δένω χεῖρας καὶ πόδας, ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι Ἰλ. Α. 399, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 119, Σοφ. Αἴ. 62, Φιλ. 1016, Εὐρ., κλπ.· λαγὼς αὐτὸς σ. ἑαυτόν, περιπλέκει ἑαυτόν, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ― Παθ., συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, συνεσφιγμένος, Ἰακώψιος εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. σ. 522. β) δένω τραῦμα, σφενδόνῃ, διὰ σφενδόνης (ἴδε σφενδόνη ΙΙ, 1), Ἰλ. Ν. 599. 3) δένω μετά τινος, συνάπτω στενῶς, ἰσχυρῶς, τὴν ψυχὴν τῷ σώματι Πλάτ. Τίμ. 84A, πρβλ. 73Β, Συμπ. 202E, Θεαίτ. 160Β· ὡσαύτως, τι ἀπό τινος Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 29 4) καθόλου, συνδέω, ἑνώνω, ἰσότης φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 538. τὸ κοινὸν ξυνδεῖ τὰς πόλεις Πλάτ. Νόμ. 875A· ἡδονῆς καὶ λύπης κοινωνία ξυνδεῖ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 462Β· σ. καὶ συνέχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 99C· σ. τινα πενίᾳ, δεσμεύω μὲ τὴν πενίαν, Ἀλκίφρων 3. 49. ΙΙ. Μέσ., σύνδησαι πέπλους, περίζωσαι τὰ ἐνδύματά σου, Εὐρ. Ἀνδρ. 832 (κοινῶς πέπλοις)· εἰ ἐπίπεδον εἴη τὸ συνδεόμενον Τίμ. Λοκρ. 99A, Θεμίστρ. 59A. 2) συνδέομαι ἀμοιβαίως μετ’ ἄλλων, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἢ ἕνωσιν, Πλάτ. Πολιτ. 310Β.

French (Bailly abrégé)

f. συνδήσω, ao. συνέδησα, pf. συνδέδεκα, etc.
lier ensemble, acc. ; abs. lier, unir (par amitié).
Étymologie: σύν, δέω.

English (Autenrieth)

aor. -έδησα: bind together, bind fast, bind up.

Spanish

atar junto con

English (Strong)

from σύν and δέω; to bind with, i.e. (passively) be a fellow-prisoner (figuratively): be bound with.

English (Thayer)

in Greek authors from Homer down;
1. to tie together, to bind together.
2. to bind or fasten on all sides.
3. to bind just as (i. e. jointly with) another: perfect passive participle ὡς συνδεδεμένοι, as fellow-prisoners (A. V. as bound with them), συνδεδεμενος τῷ ὀινοχόω, Josephus, Antiquities 2,5, 3).