μνήμη
English (LSJ)
Dor. μνάμα, ἡ, (μνάομαι)
A remembrance, memory of a person or thing, abs. or c. gen., κακῶν μ. γίνεται οὐδεμία Thgn.798; οὔτ' ἀγαθῶν μνήμην εἰδότες οὔτε κακῶν Id.1114; τῶν ἐμῶν μνάμα ποκ' ἐσσεῖται πόνων Epich.254; λείπεσθαι ἀθάνατον μ. (sc. ἑαυτοῦ) Hdt.4.144; μ. ἔχειν τινός S.OT1246, OC509, etc.; τάφου μ. τίθεσθαι E.Ph.1585; οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μ. ἐποιοῦντο made their recollections suit their sufferings, Th.2.54; μνήμην πεποίηκεν has made [him] remembered, Arist.Rh.1414a6: pl., ἀγήρατοι μνῆμαι Lys.2.79; of the dead, μακαρίας μνήμης, θείας μνήμης, IG7.175 (Megara), Just.Nov.43 Praef., etc.; κρατίστης μνήμης Wilcken Chr.26.30 (ii A. D.); μνήμης ἀρίστης IG7.2808.6 (Hyettus, iii A. D.). 2 memory as a power of the mind, Simon.146, etc.; μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάνην A.Pr.461; proper to animals, opp. ἀνάμνησις, of man, Pl. Phlb.34c, cf. μνημονεύω 1.2; εἰπεῖν τι μνήμης ἄπο from memory, S.OT 1131; ἐν μνήμῃ λαβεῖν Pl.Ti.26b; φυλάξαι τῇ μ. Id.Lg.783c; εἰς μ. ἀναληπτέον ib.864b; ἐφ' ὅσον μ. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται X.Cyr.5.5.8; φέρειν ἐν μ. Men.Mon.435: pl., αἱ πολλαὶ μ. τοῦ αὐτοῦ πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν all the memories, acts of memory, Arist. Metaph.980b29, cf. APo.100a5; powers of memory, Id.Rh.1362b24 (s. v. l.). 3 memorial, record, κυπαρίττιναι μνῆμαι εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμέναι Pl.Lg.741c; μνῆμαι ἐν μέτροις καὶ ἄνευ μέτρων inscriptions, Arist.Rh.1361a34; μ. μυθολόγος mythological record, history, Call.Aet.3.1.55, cf. Gal.Sect.Intr.2. II mention, notice of a thing, μ. ποιεῖσθαί τινος Hdt.1.15, etc.; μ. ποιήσασθαι περί or ὑπέρ τινος, Plb.2.7.12, 2.71.1; ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων μ. D.S.15.52; μ. ἔχειν τινός Hdt.1.14, etc. (cf. supr.1); μ. ἐπασκέειν Id.2.77. III μνήμη βασίλειος the imperial cabinet or archives, τῆς β. μ. προεστώς, = Lat. a memoria, Hdn.4.8.4, cf. D.C.76.14 (prob.). IV = μνῆμα, tomb, AJP48.18 (Rome).
German (Pape)
[Seite 194] ἡ, das Gedächtniß; Theogn. 798. 1114; μνήμ ην θ' ἁπάντων μουσομήτορ' ὲργάτιν, Aesch. Prom. 459; τάφου μνήμην τίθεσθαι, Eur. Phoen. 1579; εἰπεῖν ἐν τάχει μνήμης ὕπο, aus der Erinnerung, Soph. O. R. 1131; μνήμην ἔχειν τινός, gedenken, ib. 1246 El. 238 u. öfter, wie Eur. I. A. 1103 Mel. 1599; Her. 1, 14. 4, 81 u. öfter; c. inf., Thuc. 2, 87 u. oft bei Plat. u. sonst in Prosa; auch μνήμην ποιεῖσθαί τινος, Her. 1, 15. 5, 74, einer Sache Erwähnung thun, wie Thuc. 2, 54; auch περί τινος, Pol. 2, 7, 12, ὑπέρ τινος, 2, 71, 1 u. D. Sic. 15, 52; μνήμην ἐπασκέειν, Her. 2, 77, d. i. besonders das Studium der Geschichte; ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; ἐν μνήμῃ φυλάσσειν, Legg. VI, 783 c; παραδιδόναι τὰς αἰσθήσεις ταῖς μνήμαις, Legg. XII, 964 e; auch neben κλέος, μνήμην παρέχεται, Conv. 209 d; u. = μνῆμα, Denkmal, θήσουσι κυπαριττίνας μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας, Legg. V, 741 c; μνῆμαι ἀγήρατοι, Lys. 2, 79; μνήμην λαβεῖν παρὰ φήμης, 2, 3; Sp. – Bei Hdn. 4, 8 ist ὁ τῆς βασιλείου μνήμης προεστώς der Vorsteher des kaiserlichen Archivs oder Kabinets.
Greek (Liddell-Scott)
μνήμη: ἡ, (√ ΜΝΑ, μνάομαι) ὡς καὶ νῦν, ἐνθύμησις, ἀνάμνησις προσώπ. ἢ πράγματος, ἀπολ. ἢ μετὰ γεν., πρῶτον παρὰ τῷ Θεόγν. 796· λείπεσθαι ἀθάνατον μν. (ἐξυπακ. ἑαυτοῦ) Ἡροδ. 4. 144· μν. ἔχειν τινὸς Σοφ. Ο. Τ. 1246, Ο. Κ. 509, κτλ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· 1110· μν. τίθεσθαί τινος, ἀναμιμνήσκεσθαι, Εὐρ. Φοίν. 1585· οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον μν. ἐποιοῦντο, τὰς ἀναμνήσεις αὐτῶν προσήρμοζον εἰς τὰ παθήματα αὐτῶν, Θουκ. 2. 54· μνήμην πεποίηκεν, [τὸν] κατέστησεν ἀξιομνημόνευτον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12. 4· - πληθ., μνῆμαι ἀγήρατοι Λυσ. 198. 8· κτλ. 2) τὸ μνημονικόν, ὡς δύναμις τοῦ νοῦ (ἴδε ἐν λ. μνημοσύνη), Σιμων. 149, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀνάμνησις, Πλάτ. Φίληβ. 34C, κτλ.· καθ’ ὅσον τὸ μὲν πρῶτον εἶναι δύναμις ἀφ’ ἑαυτῆς ἐνεργοῦσα καὶ κοινὴ εἴς τε τὸν ἄνθρωπον καὶ ἄλλα ζῷα, τὸ δεύτερον εἶναι ἐνέργεια τοῦ νοῦ καὶ τῆς βουλήσεως ἰδιάζουσα τῷ ἀνθρώπῳ, Ἀριστ. π. Μνήμ. 2. 25, πρβλ. Trendelenb. π. Ψυχ. σ. 168· εἰπεῖν τι μνήμης ὕπο (ἢ ἄπο), ἀπὸ στήθους, Σοφ. Ο. Τ. 1131· ἐν μνήμῃ λαμβάνειν Πλάτ. Τίμ. 26Β· φυλάττειν τῇ μν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738C· εἰς μν. ἀναλαμβάνειν αὐτόθι 864Β· ἐφ’ ὅσον μν. ἀνθρώπων ἐφικνεῖται Ξεν. Κύρ. 5. 5, 3· ἐν μν. φέρειν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 435· - πληθ., αἱ πολλαὶ μνῆμαι τοῦ αὐτοῦ πράγματος μιᾶς ἐμπειρίας δύναμιν ἀποτελοῦσιν, πᾶσαι αἱ ἐνέργειαι τῆς μνήμης..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 4: δυνάμεις τῆς μνήμης, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 6, 15. 3) = μνῆμα, μνημεῖον, μνῆμαι εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐγγεγραμμέναι Πλάτ. Νόμ. 741C· μνῆμαι ἐν μέτροις = ἐπιγραφαί, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. ΙΙ. ἀνάμνησις, σημείωσις πράγματός τινος, μνήμην ποιεῖσθαί τινος, Λατ. mentionem facere, Ἡρόδ. 1. 15, κτλ.· ὡσαύτως μνήμην ἔχειν τινὸς αὐτόθι 14, κτλ., (ἀλλὰ καὶ = ἐνθυμεῖσθαί τι, ἴδε ἀνωτ. Ι)· μνήμην ἐπασκέειν, Λατ. rerum gestarum memoriam excolere, ὁ αὐτ. 2. 77· μέρη τιμῆς μνῆμαι ἐν μέτροις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9. III. μν. βασίλειος, τὰ βασιλικὰ ἀρχεῖα, Ἡρῳδιαν. 4. 8. - Πρβλ. μνημοσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. mémoire, souvenir :
1 action de se souvenir;
2 le souvenir lui-même, ce qui reste dans l’esprit : μνήμην ἔχειν τινός SOPH conserver ou rappeler le souvenir de qch ; μνήμην ποιεῖσθαι THC rappeler son souvenir, se rappeler ; μνήμην ποιεῖν ARSTT faire que qqn se souvienne;
3 faculté de se souvenir, mémoire : εἰπεῖν μνήμης ὕπο SOPH dire de mémoire;
II. mention;
III. signe ou objet pour rappeler un souvenir, particul. prescription, précepte.
Étymologie: R. Μεν, Μνη, v. μιμνῄσκω.
English (Strong)
from μιμνήσκω; memory: remembrance.
English (Thayer)
μνήμης, ἡ (μνάομαι);
a. memory, remembrance;
b. mention: μνήμην ποιεῖσθαι τίνος, to remember a thing, call it to remembrance, Herodotus down, but in the sense of Latin mentionem facere, to make mention of a thing.