ἐκστρέφω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστρέφω Medium diacritics: ἐκστρέφω Low diacritics: εκστρέφω Capitals: ΕΚΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: ekstréphō Transliteration B: ekstrephō Transliteration C: ekstrefo Beta Code: e)kstre/fw

English (LSJ)

   A turn out of, βόθρου τ' ἐξέστρεψε [δένδρον] rooted up a tree from the trench it stood in, Il.17.58.    II turn inside out, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721 : metaph., change or alter entirely, τοὺς τρόπους Id.Nu.88 ; τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ib.554 :—Pass., ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορευόμενοι with feet turned outwards, Arist.Phgn.813a14 ; to be distorted, Gal.7.27.    2 metaph. in pf. part. Pass., γενεὰ ἐξεστραμμένη perverse generation, LXXDe.32.20.    3 transmute base metal, Zos. Alch.p.195B.

German (Pape)

[Seite 779] herausdrehen, -kehren; Ar. Plut. 721; δένδρον βόθρου, einen Baum aus der Grube, in die er gepflanzt ist, reißen, Il. 17, 58; übertr., τρόπους Ar. Nubb. 88, nach Schol. μετέβαλε, umkehren, wie ein Kleid, also gänzlich ändern; τοὺς ἱππέας 554, verdrehen, verderben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε δένδρον, ἐξερρίζωσε δένδρον ἐκ τοῦ βόθρου ἔνθα ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. στρέφω τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., μεταβάλλω ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας αὐτόθι 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέστρεψα;
1 enlever en faisant tourner ; δένδρον βόθρου IL déraciner un arbre ; détruire, faire périr;
2 retourner.
Étymologie: ἐκ, στρέφω.

English (Autenrieth)

aor. ἐξέστρεψε: twist or wrench out of; ἔρνος βόθρου, Il. 17.58†.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἐξστρ- SEG 30.380.6 (Tirinto VI a.C.)
1 sacar de su sitio, arrancar οἷον ... ἄνεμος ... βόθρου τ' ἐξέστρεψε igual que un vendaval arranca de su alcorque (un olivo) Il.17.58
dislocar en v. pas. σώματα ῥᾳδίως ἐκστρέφεται Gal.7.27
sacar de su sitio, hacer saltar, τὸ κλεῖθρον τῆς ... θύρας para forzar el cerrojo PHeid.423.7 (II a.C.).
2 dar la vuelta, volver del revés τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721, τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι andar con los pies torcidos Arist.Phgn.813a14
fig. ἔκστρεψον ... τοὺς ... τρόπους dale la vuelta a tus costumbres Ar.Nu.88, de un plagio ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ... κακῶς tras haberle dado la vuelta a mis «Caballeros» de mala manera Ar.Nu.554.
3 de abstr. cambiar ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα cambiásteis el juicio en violencia LXX Am.6.12
en sent. peyor. desviar, pervertir ἐκστρέφοντες τοὺς δούλους τοῦ θεοῦ con herejías, Herm.Sim.8.6.5
en perf. med.-pas. estar pervertido γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν LXX De.32.20, cf. Ep.Tit.3.11.
4 alquim. transmutar ref. al estado de un metal τὰ πάντα ... ἐκστρέφει τὴν φύσιν todas las cosas transmutan su naturaleza Zos.Alch.Comm.Gen.10.97, cf. 133, abs., op. στρέφω ‘convertir’, Zos.Alch.195.18.

English (Strong)

from ἐκ and στρέφω; to pervert (figuratively): subvert.

English (Thayer)

(ἐκσῴζω) 1st aorist ἐξεσωσα; to save from, either to keep or to rescue from danger (from Aeschylus and Herodotus down): εἰς αἰγιαλόν ἐκσωσαι τό πλοῖον, to bring the ship safe to shore, WH text; others ἐξῶσαι, see ἐξωθέω, and εἰ I:7c.]

Greek Monolingual

(AM ἐκστρέφω)
1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνωἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)
2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω
3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῡ τρόπους», Αριστοφ.)
4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένος
διεστραμμένος, διεφθαρμένος.