ἄμουσος
English (LSJ)
ον,
A without song, of fishes, Emp. 74; but usu. without the Muses, i.e. without taste or refinement, rude, E.Ion526, Ar.V.1074; ἄ. καὶ ἀφιλόσοφος Pl.Sph.259e; ἄ. ἡδονή, ἁμαρτήματα, gross pleasure, faults, Pl.Phdr.240b, Lg.863c; ἄ. ἐστι, c. inf., it is incongruous, Ar.Th.159; τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος, prov. for lowest degree of mental cultivation, Zen.1.79: Sup., γλῶττα -οτάτη Agath.2.28. Adv. -ως Pl.Hp.Ma.292c. II of persons, unmusical, Id.Sph.253b, al. 2 of sounds, unmusical, discordant, ἄμουσ' ὑλακτεῖν E.Alc.760; ἀμουσόταται ᾠδαί Ph.807, etc. Adv. -ως Jul.Or.8.247d.
German (Pape)
[Seite 128] von Musik nichts verstehend, dem μουσικός entgegengesetzt, Plat. Soph. 253 b, u. öfter, wie Xen. O. 12, 18; übh. ohne feinere musische Bildung, einfältig u. geschmacklos, ποιητής Ar. Th. 159; καὶ ἀφιλόσοφος Plat. Soph. 259 e; καὶ ἀγράμματος Tim. 23 b (wie καὶ ἀπαίδευτος Aesch. 1, 166); καὶ ἀσχήμων φύσις Rep. VI, 486 d; ἡδονή Phaedr. 2400; μεγάλα καὶ ἄμουσα ἁμαρτήματα Lys. 863 c; ungebildet, Ar. Vesp. 1074; ἀμουσόταται ᾠδαί, Eur. Phoen. 814, unmusischer, grauser Gesang, vom Räthsel der Sphinr (Schol. κακὀμουσον τὸ αἴνιγμα), wie Orph. H. 64 δῆρις ἄμουσος, des Ares; öfter Plut.; svrüchw. ἀμουσότερος Λειβηθρίων, Zenob. 1, 79, von höchster Rohheit. – Adv., geschmacklos, Plat. Hipp. mai. 292 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμουσος: -ον, ἄνευ τῶν Μουσῶν, ἄνευ αἰσθήσεως ἢ ἀγάπης πρὸς τὰς ἐλευθερίους τέχνας, ἄνευ παιδείας, ἀπολίτιστος, ἄξεστος, ἄκομψος, τραχύς, ἄγροικος, Εὐρ. Ἴων 526, Ἀριστοφ. Σφ. 1074, Πλάτ., κτλ., ἄμ. ἡδοναί, ἁμαρτήματα, βάναυσοι ἡδοναί, σφάλμα, Πλάτ. Φαῖδρ. 240Β, Νόμ. 863C· τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος, παροιμ. περὶ τοῦ κατωτάτου βαθμοῦ διανοητικῆς ἀναπτύξεως, Βαστ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 266· ἄμ. ἐστι, μετὰ μετοχ. εἶναι ἀνάρμοστον, ἀπρεπές, ἀνοίκειον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 159: - Ἐπίρρ. -σως Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292C. ΙΙ. ὁ μὴ εἰδὼς μουσικήν, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Σοφ. 253Β, καὶ ἀλλ. 2) ἐπὶ ἤχων, ὁ μὴ ἁρμονικός, ἀπηχής, παράχορδος, ἄμους’ ὑλακτεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 760· ἀμουσόταται ᾠδαὶ ὁ αὐτ. Φοίν. 807, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. étranger aux muses, càd :
1 grossier, sans goût;
2 sans art, non façonné, inexpérimenté;
3 dissonant, discordant;
II. qui ne connaît pas la musique.
Étymologie: ἀ, μοῦσα.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 falto de la inspiración de las Musas tb. en sent.
2 Plu.2.744e, 2.745c, Luc.ITr.26, GVI 1862.3 (I/II a.C.).
3 desconocedor de la música y poesía al tiempo inculto, carente de refinamiento ποιητὴν δ' ἄρα Ἔρως διδάσκει, κἂν ἄ. ᾖ τὸ πρίν E.Fr.663, (γυνή) ἄμουσος φύσει Pl.R.455e, νοῦς Plu.2.405a, cf. E.Io 526, Ar.V.1074, X.Oec.12.18, Pl.R.335c, 349e, Phd.105e, Tht.144e, Sph.253b, Arist.Ph.188b2, Philostr.VA 6.11, Vitr.1.1.13
•ignorante del canto de los peces, Emp.B 74, cf. Luc.Im.13
•grosero del cerdo, Plu.2.670a.
II de cosas
1 de sonidos no musical, discordante ἄμουσ' ὑλακτῶν E.Alc.760, ᾠδαί E.Ph.807
•ret. disonante de una perífrasis, Longin.28.1.
2 de abstr. grosero, rudo ἡδονή Pl.Phdr.240b, ἁμαρτήματα Pl.Lg.863c, σπουδή Pl.Ep.323d, ῥαθυμία Anaximen.Rh.1421a33, γλώττη Agath.2.28.3, σκώμματα Longin.34.2
•ret. inelegante σύνθεσις Demetr.Eloc.68
•chocante ἄμουσόν ἐστι ποιητὴν ἰδεῖν ἀγρεῖον ὄντα καὶ δασύν Ar.Th.159.
III adv. -ως
1 incultamente, sin elegancia Plu.2.107e, Iul.Or.4.247d, Ph.1.354.
2 de manera no musical, discordante Pl.Hp.Ma.292c, Philostr.Im.2.15.