παροικία

From LSJ
Revision as of 18:07, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροικία Medium diacritics: παροικία Low diacritics: παροικία Capitals: ΠΑΡΟΙΚΙΑ
Transliteration A: paroikía Transliteration B: paroikia Transliteration C: paroikia Beta Code: paroiki/a

English (LSJ)

ἡ, (

   A πάροικος 11) sojourning in a foreign land, LXX Wi.19.10, Act.Ap. 13.17; οἱ ἐν τῇ π., = οἱ ἐκτός, LXX Si.Prol.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, das Wohnen eines Fremden in einem Orte ohne Bürgerrecht, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροικία: ἡ, (πάροικος ΙΙ) τὸ παροικεῖν ἐν ξένῃ χώρᾳ, Ἑβδ. (Σοφία Σολομ. ΙΘ΄, 10), Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 17· οἱ ἐν τῇ παρ. = οἱ ἐκτός, Ἑβδ. (Σειρὰχ ἐν τῷ προλόγῳ). ΙΙ. Ἐκκλησιαστ., παροικίαι εἶναι «αἱ παροικοῦσαι ἑκάστας τὰς πόλεις ἐκκλησίαι» Σύνοδος Ἀγκύρ. Κανὼν 18· οὕτω «παροικία Ἀντιοχείας» = ἐκκλησία Ἀντιοχείας, Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 13· ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις, αὐτόθι 3. 28· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐφθαρμένῳ Λατ. τύπῳ parochia (Ἀγγλ. a parish), ἐνορία, αὐτόθι 1. 1, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour ou établissement en pays étranger.
Étymologie: πάροικος.

English (Strong)

from πάροικος; foreign residence: sojourning, X as strangers.

English (Thayer)

παροικίας, ἡ (παροικέω, which see), a Biblical and ecclesiastical word a dwelling near or with one; hence, a sojourning, dwelling in a strange land: properly, Sirach 21; cf. Fritzsche on παρεπίδημος (and references under παροικέω).