ταραχή
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
also τάρχη (Hsch.), ἡ,
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59; τοῦ πνεύματος Id.1.46; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels, τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205; οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825. 2 of the mind, αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6; ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79; τ. παρέχειν Pl.Phd.66d, cf. R.602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol.1268b4; τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230; ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46; τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81. 3 of an army or fleet, Th.3.77, etc.; ἐν τῇ τ. in the confusion, in the mêlée, Hdt.3.126. 4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles, πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150; αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53; τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5; τ. ποιεῖν τισι Th.7.86; ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75, cf. Isoc.6.107, etc.; εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5; ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233; ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138; ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b, cf. Isoc.3.31; τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25, cf. D.18.18; τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 (Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr.31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33.
German (Pape)
[Seite 1070] ἡ, Unruhe, Verwirrung; αἱ φρενῶν ταραχαί, Pind. Ol. 7, 30; ἀδελφῶν, Entzweiung, Eur. I. A. 508; Her. 3, 126. 6, 5; Thuc. 3, 77. 5, 25; ὅτι περὶ τὰ δίκαια εἴη παμπόλλη τις ἡμῶν ταραχή τε καὶ ἀξυμφωνία, Plat. Legg. IX, 861 a; καὶ ἀπορία, Theaet. 168 a; ταραχὴν παρέχειν, Phaed. 66 d; πολλῆς ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν εἶναι τήν τοιαύτην πολιτείαν, Alc. II, 146 b; καὶ ἀνωμαλία, Isocr. 2, 6; μετὰ ταραχῆς πράγματα, 3, 31; im plur., 4, 134; Bestürzung, Schreck, τότε μάλιστα ἐν ταραχῇ τὰ τῶν Ἑλλήνων γέγονε πράγματα, Dem.; Folgde; καταλύσασθαι τὴν ταραχήν, Pol. 3, 10, 1. – Bei den Aerzten κοιλίας, Durchfall.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρᾰχή: κατὰ συγκοπήν, τάρχη (Ἡσύχ.), ἡ, ὡς καὶ νῦν, τῆς κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Πρόγν. 151. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς ψυχῆς, οὐ φρενῶν ταραχαὶ Πινδ. Ο. 7. 55· γνώμης Ἰσοκρ. 16Α (πρβλ. ταραχώδης)· ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας Θουκ. 3. 79· τ. παρέχειν Πλάτ. Φαίδων 66D, πρβλ. Πολ. 602D· ἐν οἵαις ἦν ταραχαῖς Δημ. 301. 11· πολλὴν ἔχει τ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 12· τ. μειρακιώδους μεστὸς Ἰσοκρ. 278Ε, πρβλ. 42C. 3) ἐπὶ στρατοῦ ἢ στόλου, Θουκ. 3. 77, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27, κλπ.· ἐν τῇ ταραχῇ, ἐν τῇ συγχύσει, Ἡρόδ. 3. 126. 4) πολιτικὴ σύγχυσις, ταραχή, ἀνησυχία καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀνησυχίαι, ἀνωμαλίαι, πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο ὁ αὐτ. 4. 162, πρβλ. 6. 5· ἐν τῇ τ. ὁ αὐτ. 3. 150· αἱ τ. γίγνονται Λυσί. 125. 9· τ. ἐγίγνεταί τισι Ἰσαῖ. 47. 1· τ. ποιεῖν τισι Θουκ. 7. 86· ἐς τ. καθιστάναι τινὰς ὁ αὐτ. 4. 75, Ἰσοκρ., κλπ· καθεῖναι εἰς τ. Δημ. 179. 20· ἐν τ. καθεστηκέναι Ἰσοκρ. 281Β· ἐν ταραχαῖς εἶναι ὁ αὐτ. 69Α, Δημ. 301. 11· ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὸς εἶναι Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146Β, πρβλ. Ἰσοκρ. 33Β· τ. γίγνεται τῶν ξυμμάχων πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 6. 25, πρβλ. Δημ. 231. 10, τ. ἐμπίπτει Αἰσχίν. 65. 14· τ. διαλύειν, κατασβεννύναι Ἰσοκρ. 68Β, Ξεν. Κύρ. 5. 3. 55.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
trouble, désordre :
1 trouble de l’esprit;
2 trouble politique, agitation : ταραχὴν παρέχειν PLAT causer du trouble;
3 trouble, désordre, confusion : ταραχὴν ποιεῖν THC causer du trouble ; ἐς ταραχὴν καθιστάναι THC jeter dans l’agitation ; ἐν ταραχῇ καθεστηκέναι ISOCR être jeté dans l’agitation ; αἱ ταραχαί troubles, tumulte : ἐν ταραχαῖς εἶναι ISOCR être dans le trouble, dans l’agitation.
Étymologie: ταράσσω.
English (Strong)
feminine from ταράσσω; disturbance, i.e. (of water) roiling, or (of a mob) sedition: trouble(-ing).
English (Thayer)
ταραχῆς, ἡ (παράσσω), from (Pindar), Herodotus down, disturbance, commotion: properly, τοῦ ὕδατος, R L); metaphorically, a tumult, sedition: in plural R G.