άκολος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source

Greek Monolingual

(I)
ἄκολος, η (Α)
πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία του σχηματισμού της
επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση της λ. με το ουσ. ἄκυλος. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. αποτελεί δάνειο, πρβλ. «βεκκος ακκαλος τι» σε φρυγική επιγραφή].———————— (II)
-η, -ο κόλος
απύθμενος, αυτός που δεν έχει πάτο, ο πάρα πολύ βαθύς.