ἐκτελέω
English (LSJ)
Ep. impf.
A ἐξετέλειον Il.9.493, Od.4.7 : Ep. fut.-τελέω Il. 2.286, 10.105 : aor.part. ἐκτελέσσαντες Sapph.Supp.6.5 : fut. Med. in pass. sense (v. infr.):—bring to an end, accomplish, achieve, ἐκτελέσας μέγα ἔργον Od.3.275 ; ὥς κεν..ἐκτελέσειεν ἀέθλους 8.22 ; ὁδὸν ἐκτελέσαντες 10.41, etc.; fulfil a promise, etc., οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Il.2.286 ; μή οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσιθεοί 9.245 ; οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα..Ζεὺς ἐκτελέει 10.105, etc.; ἐπιθυμίην Hdt.1.32 ; ἔρωτα Pl.Smp.193c ; τἀντεταλμένα E.Ph.1648codd.; μυστήρια PMag. Osl. 1.306 : abs., Δαρείου ἐκτελέσας (sc. τὸ ἔργον) κατὰ νοῦν Epigr. ap. Hdt.4.88:—Pass., ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι will be accomplished, Il. 12.217, cf. 7.353; ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά A.Pers.228. 2 of Time, Hes.Op.565, Hdt.6.69, Pi.P.4.104:—Pass., μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Od.11.294.
German (Pape)
[Seite 780] (s. τελέω), ganz vollenden, vollbringen; ἔργον, φᾶρος, ὁδόν, Od. 3, 275. 19, 143. 10, 41; Soph. Tr. 1177 u. Folgde; τὴν σκέψιν Plat. Rep. IV, 434 b; von der Zeit, εἴκοσι ἐκτελέσαις ἐνιαυτούς Pind. I. 4, 104, wie im pass. ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Od. 11, 294; 14, 293; βίον εὐσεβῶν, fromm hinbringen, D. Sic. 1, 49. – Ins Werk setzen, ausführen; ἀπειλάς Il. 9, 245; ὑπόσχεσιν 2, 286; νοἠματα 10, 105; ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι οΐομαι 12, 217; Διὸς νόος ἐξετελεῖτο Hes. Th. 1002; τἀντεταλμένα Eur. Phoen. 691; ἐπιθυμίαν Her. 1, 32; τα νόμιμα Xen. Lac. 10, 7; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτελέω: Ἐπ. παρατ. ἐξετέλειον Ἰλ. Ι. 493, Ὀδ. Δ. 7: - μέλλ. -τελέσω Ἰλ. Β. 286., Κ. 105: - Μέσ., μέλλ. μετὰ παθ. σημασ., ἴδε ἐν τέλ. Φέρω ἐντελῶς εἰς πέρας, κατορθώνω, ἐκτελῶ, ἐκτελέσας μέγα ἔργον Ὀδ. Γ. 275· ὡς... ἐκτελέσειεν ἀέθλους Θ. 22· ὁμὴν ὁδὸν ἐκτελέσαντες, ἂν καὶ ἐκάμαμεν τὸν αὐτὸν δρόμον, Κ. 41, κτλ.· ἐκπληρῶ ὑπόσχεσιν κτλ., οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Ἰλ. Β. 286· μὴ οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοὶ Ι. 245· οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα... Ζεὺς ἐκτελέει Κ. 104, κτλ.· ἐπιθυμίην Ἡρόδ. 1. 32· ἀπόλ., Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας (ἐνν. τὸ ἔργον) κατὰ νοῦν Ἐπίγραμμα παρ’ Ἡροδ. 4. 88. - Παθ., ὦδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, οὕτω θὰ γείνῃ, Ἰλ. Μ. 217, πρβλ. Η. 353· ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 228. 2) ἐπὶ χρόνου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 562, Ἡρόδ. 6. 69, Πινδ. Π. 4. 185· οὕτως ἐν τῷ παθ., μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Ὀδ. Λ. 294.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
mener à terme :
1 achever, acc.;
2 mettre à exécution, accomplir : ἐπιθυμίην HDT satisfaire un désir ; Pass. être accompli, s’accomplir;
3 en parl. de temps parcourir jusqu’au terme ; Pass. μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο OD les mois et les jours s’écoulaient.
Étymologie: ἐκ, τελέω.
23ᵉ sg. ἐκτελέει, inf. ἐκτελέειν;
fut. épq. et ion. de ἐκτελέω.
English (Autenrieth)
aor. ἐξετέλεσσα, pass. ipf. ἐξετελεῦντο, perf. ἐκτετέλεσται: bring to an end, finish, fulfil, consummate, achieve; ὅ μοι οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον | ἐξ ἐμοῦ, ‘granted me no offspring of my own,’ Il. 9.493.
English (Slater)
ἐκτελέω
1 complete “εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” (P. 4.104) τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν (v. l. ἐκτελευτήσας. sc. Πηλεύς) fr. 172. 6.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. 3a. plu. ἐξετέλειον Od.4.7, pas. ἐξετελεῦντο Od.11.294; fut. ind. ἐκτελεῖ (tm.) Il.4.161, ἐκτελέει Il.10.104, Od.10.27; aor. ind. ἐξετέλεσσεν Il.18.79, ἐξετέλεσε Paus.8.7.6, subj. 1a. sg. ἐκτελέσω Od.2.98, part. ἐκτελέσσαντες Sapph.17.5; perf. ind. ἐκτετέλεσται Od.22.5]
A tr.
I c. ac. de la palabra o asim.
1 cumplir frec. c. intervención divina:
a) oráculos, profecías, juramentos (ὅρκια) ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ (Ὀλύμπιος) Il.4.161, Φίλιππος οὐ πρόσω βιώσας ἕξ τε καὶ τεσσαράκοντα ἐτῶν τὸ μάντευμα ἐξετέλεσε Paus.8.7.6, cf. Lyd.Mens.4.67, Eus.PE 2.2.20, 3.13.17, Them.Or.20.234c, Διὸς ... τὴν ἑαυτοῦ πρόθεσιν ἐκτελέσαντος Oenom.6.65;
b) promesas, ruegos, tb. c. dat. de pers. οὐδὲ τοὶ ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν Il.2.286, εἴποτε τοί τι πατὴρ ἐμὸς ... ἢ ἔπος ἠέ τι ἔργον ὑποστὰς ἐξετέλεσσε Od.4.329, τὴν ὑπόσχεσιν τῷ Ἀρταφρένεϊ ἐκτελέσαι Hdt.5.35, εὐχήν τινα ἐκτελῶν ἐπὶ σωτηρίᾳ παιδός Paus.5.26.5, en v. pas. ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι un augurio Il.12.217, Διὸς νόος ἐξετελεῖτο h.Merc.10, ἐκτελοῖτο δὴ τὰ χρηστά que se cumplan los vaticinios favorables A.Pers.228, κατὰ δαίμονα καὶ τύχαν τὰ πάντα βροτοῖσιν ἐκτελεῖται Diagor.2.2, cf. Call.Fr.12.6, προφητεία ἐκτετελεσμένη Origenes Hom.11 in Lc.p.77, cf. Eus.DE 1.10 (p.48);
c) órdenes, advertencias ἐγώ τοι πάντα μάλ' ἐκτελέω καὶ πείσομαι ὡς σὺ κελεύεις Il.23.96, τὰ προστάγματα τοῦ στρατηγοῦ Arr.Epict.3.24.32, cf. Paus.2.19.6, Porph.VP 8, (τὰ ἄστρα) προσετάγησεν ἐκτελεῖν τὰ εἰς οἰκονομίαν ἐπιτήδεια se impuso a los astros cumplir lo relativo a la economía divina Clem.Al.Strom.6.16.148;
d) las obligaciones consignadas ἐκτελῶν τὴν χρείαν en un contrato POxy.1426.15 (IV d.C.), ἐκτελοῦντα πάντα τὰ ἐπιτραπησόμενα αὐτῷ ὑπὸ τοῦ διδασκάλου de los deberes de un aprendiz BGU 1021.15 (III d.C.), cf. PMasp.1.14, POxy.140.13 (ambos VI d.C.), τὰ προσήκοντα αὐτοῖς BGU 747.ue.5 (II d.C.).
2 acatar, cumplir τὰ νόμιμα X.Lac.10, ἔργῳ τὰ τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ ἐκτελεῖς cumples de obra lo que corresponde al hombre bueno y honrado Arr.Epict.3.24.111, ἐντολάς Clem.Al.Paed.1.11.98, ἐκτελέσαι τὰ τῆς εὐσεβείας Charito 6.2.2.
3 dar cumplimiento, ejecutar, hacer realidad c. ac. del pensamiento o deseos humanos, frec. c. dat. de pers. οὔ θην Ἕκτορι πάντα νοήματα ... Ζεὺς ἐκτελέει Zeus no hará realidad todos los deseos de Héctor, Il.10.105, μή οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοί Il.9.245, cf. 18.79, ἐπιθυμίην Hdt.1.32, τὸν ἔρωτα Pl.Smp.193c.
II c. ac. del hecho y la acción
1 llevar a cabo, realizar
a) acciones, hazañas ἐκτελέσαι μέγα ἔργον, ὅ οἱ Διόθεν θέμις ἦεν Hes.Sc.22, cf. 38, (ὄμνυ) ἐμοὶ τὸ λεχθὲν ἔργον S.Tr.1187, σὺν τᾷ (ἀλακάτᾳ) πόλλα μὲν ἔργ' ἐκτελέσῃς ἀνδρεΐοις πέπλοις Theoc.28.10, ἐκτελέσαι δὲ πρᾶξιν Ἀμφικτύονας θ[εὸς] κελεύει τάχος Philod.Scarph.105, Ἀμφιτρυωνιάδην ... πόνον AP 14.55, τὰς οἰκετικὰς χρείας I.AI 8.160, en v. pas. ἄεθλος ... ἐκτετέλεσται Od.22.5, πᾶν ὃ θέλεις ... χρέος ἐκτετέλεσται Theoc.25.53;
b) funciones naturales περιπάτησιν Porph.Gaur.1.3, en v. pas. νῦν δ' ἤδη τόδε μακρὸν ἐέλδωρ ἐκτετέλεσται Od.23.54.
2 celebrar actos sociales o religiosos:
a) rel. la boda o el acto sexual τοῖσιν δὲ θεοὶ γάμον ἐξετέλειον Od.4.7, cf. h.Pan.35, Theoc.22.206, AP 6.79 (Agath.), PCair.Preis.2.8 (IV d.C.), τὸ τῆς Ἀφροδίτης μυστήριον PMag.36.306, μοιχείας ... καὶ φθορὰς ... χρῆναί φασιν ἐκτελεῖν de ciertas prácticas paganas, Eus.PE 4.16.22, en v. pas. σοὶ μὲν δὴ γάμος ὠς ἄραο ἐκτετέλεστ' Sapph.112.2, ὧδε καὶ ἀθανάτων ἱερὸς γάμος ἐξετελέσθη Theoc.17.131, cf. X.Eph.3.5.1, ὡς μὴ μεθ' ἡμέραν τὰ μυστικὰ τῆς φύσεως ἐκτελεῖσθαι ὄργια de los novios, Clem.Al.Paed.2.10.96;
b) funerales τὰ καθήκοντα ἐπὶ τῷ θανάτῳ ἐξετέλεσα POxy.1121.15 (III d.C.), cf. Mitteis Chr.319.58 (crist.), τὰ περὶ τὴν κήδειαν τοῦ Καλασίριδος ἐκτελέσας Hld.8.3.4, cf. PMonac.8.5, PLond.1727.37 (ambos VI d.C.), τὰ νομιζόμενα X.Eph.3.8.1, en v. pas. ταφῆς ἐκτελεσθείσης App.Hisp.75;
c) juegos ἐκτελέωμεν ἄεθλον Od.21.135, 180, 268, cf. Mosch.4.89, Gal.5.843;
d) ritos y sacrificios en gener. θυσίας ... χαριστηρίους I.AI 2.269, ἐκτελοῦντες τὰς τῶν θεῶν λειτουργίας PTeb.302.30 (I d.C.), τὰς ἱε[ρου] ργίας PTeb.293.21 (II d.C.), ἱερεὺς ... τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἱερεῖς πάντα δαψιλῶς ... ἐξετέλεσα IKeramos 36.8 (imper.), πάντα ἐξετέλε<σ>σεν ἐπάξια μύστιδος ἀρχῆς IPhilippi 125.10.
3 c. ac. de cargos civiles o relig., magistraturas, etc. desempeñar, ejercer frec. c. adv. indic. elogio τὰς λοιπὰς ἀρχὰς καὶ λειτουργίας πάσας ἐκτετελέσαντα τῇ πατρίδι φιλοτείμως IEphesos 3011.4, cf. 661.30 (ambas II d.C.), πάσας ἀρχὰς καὶ λειτουργίας λαμπρῶς καὶ ἐπιφανῶς ἐκτετελεκότος MAMA 6.76.8 (Atuda II/III d.C.), cf. IG 12(1).832.13 (Lindos, imper.), IPrusias 1.11 (III d.C.), IPE 12.52.6 (Olbia II/III d.C.), ὑπηρεσίαν POxy.2764.17, cf. PSI 1243.15 (ambos III d.C.), POxy.1196.14 (IV d.C.), λειτουργίας ... τῇ γλυκυτάτῃ πατρίδι TAM 5.970.15 (Tiatira, imper.), τὰς πολιτείας IG 4.672.4 (Nauplia, imper.), ἔργῳ τὴν διακονίαν ἐκτελείτω Clem.Al.Strom.3.12.79, cf. Pall.H.Laus.13.2, Them.Or.34.456.
III ref. actos considerados neg.
1 ejecutar, perpetrar actos ilícitos, deshonrosos, etc. ἐκτελέσας μέγα ἔργον (el haber seducido Egisto a Clitemestra) Od.3.275, παραιβασίην ἀλεγεινὴν ἐκτελέειν Hp.Iusi.2.5, cf. D.C.63.21.1, Chrys.M.56.538, en v. pas. ἐκτελεσθέντος ... τοσοῦδε ἄγους App.BC 2.118.
2 pasar por, padecer fig. ἀγῶνας ref. combates, sufrimientos, LXX 2Ma.15.9, χρὴταύτας (λύπας) ἐκτελέσαντα θανεῖν hay que morir tras haber padecido (las penas) IG 9(1).256.10 (Halas), τὰς ἐξ ἔθους ... πρὸς ἡμῶν ἐπιτελουμένας ἀσκήσεις Eus.HE 2.17.21.
IV c. énf. en el fin y el resultado
1 dar como resultado, producir οὔ τι θεοὶ γόνον ἐξετέλειον ἐξ ἐμεῦ los dioses no producían descendencia de mi, Il.9.493, οὔ νύ τι κέρδιον ἡμῖν ἔλπομαι ἐκτελέεσθαι Il.7.353, ὅσσα (ἄλγεα) τε μητρὸς Ἐρινύες ἐκτελέουσι Od.11.280, οὔ νύ τι κέρδιον ἡμῖν ἔλπομαι ἐκτελέεσθαι Il.7.353.
2 terminar, acabar, llevar a término ὁδὸν ἐκτελέσαντες Od.10.41, μακρὴν ποσσίν ... ὁδὸν ἐκτελέσαι Thgn.72, cf. Luc.Syr.D.55, τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις Pi.Fr.172.6, (ἵπποι) δολιχὸν δρόμον ἐκτελέουσιν Opp.C.1.291, μίμνετ' ἐπειγόμενοι ... εἰς ὅ κε φᾶρος ἐκτελέσω Od.2.98, 19.142, cf. 156, 24.146, τὰ λείποντα τῷ νηῷ Luc.Syr.D.26, cf. Porph.Gaur.10.4, τὴν σκέψιν Pl.R.434d, θεεικὴν σοφίαν MAMA 1.228.6 (Frigia, crist.), en v. pas. πόλεμος App.BC 2.92.
3 culminar, ejecutar, c. ac. de la obra de arte crear ἄγαλμα Paus.1.40.4, εἰκόνας AP 7.563 (Paul.Sil.), abs. LXX 2Pa.4.5, en v. pas. ἐκτετελεσμένον ἤδη τὸ ἄγαλμα ἦν Paus.5.11.9, fig. ὁ κατ' εἰκόνα ἐκτελούμενος τοῦ κυρίου el (hombre) creado a imagen del Señor, Clem.Al.Strom.3.9.69, ἔνθα μυστικῶς ἀνθρώπου ἐκτελεῖται γένεσις Clem.Al.Strom.4.23.150.
4 arq. culminar, edificar, fundar τεῖχος App.Hisp.45, δόμον (ref. a la tumba) IGLBulg.207.3 (Filipópolis IV d.C.), abs. ἤρξαντο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι Eu.Luc.14.30, cf. 29, frec. en inscr., ref. tácitamente al propio monumento MAMA 5.134.6 (Frigia II/III d.C.), 1.232.7 (Laodicea Combusta, crist.)
•en v. med. mismo sent. χρηστήριον ἐκτελέσαντο Boeo 1.1, en v. pas. ἔργον ... ἐξετελέσθη Princeton Exp.Inscr.738 (Siria, imper.), cf. I.AI 15.380.
5 hacer efectivo, pagar τοιήνδε ζημίην Luc.Syr.D.6, τὸν φόρον Clem.Al.QDS 21.4.
V c. valor espacio-temporal
1 c. compl. de tiempo cumplir, completar εὖτ' ἂν ... χειμέρι' ἐκτελέσῃ Ζεὺς ἤματα Hes.Op.565, εἴκοσι ... ἐνιαυτούς Pi.P.4.104, τίκτουσι γυναῖκες ... οὐ πᾶσαι δέκα μῆνας ἐκτελέσασαι Hdt.6.69, τὸν ἐνιαύσιον ... χρόνον del término de una magistratura, D.H.10.60, ζωῆς ἐκτελέσας ὀκτὼ καὶ δέκα ἔτη IG 9(2).658.6 (Larisa, imper.), μετὰ σοῦ πάντα τὸν τῆς ζωῆς μοῦ χρόνον PMasp.155.12, cf. PFlor.93.11 (ambos VI d.C.).
2 c. ac. ref. la ‘vida’ llevar a término, vivir hasta el final ὑγιείᾳ αὐτῷ ... δὸς βίον ἐκτελέσαι CEG 760.5 (Atenas IV a.C.), τὸν βίον ἐξετέλεσεν εὐσεβῶν D.S.1.49, βίον ἄλυπον Men.Comp.1.19, en inscr. funerar. βίον ὄλβιον ἐκτελέσαντες IHadrianopolis 78.12 (II d.C.), καλῶς βίον ἐξετέλεσεν MAMA 1.228.9 (Frigia, crist.)
•fig. τεσσαρακονταέτης Μοιρῶν μίτον ἐξετέλεσσε IG 12(7).292.9 (Amorgos II/III d.C.), cf. 4.627.5 (Argos II/III a.C.), παρθενίην ἐκτελέσασα llevando hasta el final tu virginidad, e.d. muriendo vírgen, ITyr 204.5 (crist.).
B intr. en v. act. y med.-pas.
I 1cumplirse, realizarse οὐδ' ἄρ' ἔμελλεν ἐκτελέειν el regreso a Ítaca de los compañeros de Ulises Od.10.27, πρὸς τὸ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας ἐκτελεῖσθαι καλῶς para que las funciones naturales se realicen correctamente Gal.14.282, τοπικαὶ κινήσεις ... ἐκτελοῦνται Porph.Gaur.7.3.
2 cumplir su propósito καὶ νύ κεν ἐξετέλεσσαν, εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο y hubieran cumplido su propósito, si hubieran llegado a la culminación de su juventud, Od.11.317, cf. Simon.Eleg.69, c. el compl. en el cont. Δαρείου βασιλέος ἐκτελέσας κατὰ νοῦν Hdt.4.88.
II usos temp.
1 cumplirse, pasar ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο Od.11.294, h.Ap.349, ἐν γὰρ ἑξήκοντα μιῆς δεούσῃσιν ἡμέρῃσιν ἐγγύτατα δύο μῆνες ἐκτελεῦνται en cincuenta y nueve días casi se cumplen dos meses Hp.Oct.4.
2 llegar al fin de sus días, envejecer πρὶν ἐκτελέσαι κατέβη δόμον Ἄϊδος εἴσω antes de envejecer descendió al Hades Thgn.917.
English (Strong)
from ἐκ and τελέω; to complete fully: finish.
English (Thayer)
ἐκτέλω: 1st aorist infinitive ἐκτελέσαι; to finish, complete: Homer down; equivalent to כִּלָּה, Deuteronomy 32:45.)
Greek Monolingual
ἐκτελεῶ (-όω) (Α)
εκτελειῶ.