σφός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφός Medium diacritics: σφός Low diacritics: σφος Capitals: ΣΦΟΣ
Transliteration A: sphós Transliteration B: sphos Transliteration C: sfos Beta Code: sfo/s

English (LSJ)

σφή, σφόν,

   A their, their own, belonging to them, Il.1.534, Sapph. 10, Pi.P.5.102, etc. (never in Att.).    2 in post-Hom. Poets also, his or her, his own or her own, Hes.Th.398, Alcm.56A, Thgn. 712, Call.Aet.Oxy.2080.75.    II = σός, Orph.L.168.    2 = ἐμός, CR11.136 (Phrygia, metr.).    3 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), v.l. in Il.11.142. (σφός is to σφε, σφέτερος as Ημός (ἁμός) to ἁμέ, ἡμέτερος.)

Greek (Liddell-Scott)

σφός: σφή, σφόν, = σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον, Ἰλ. Α. 534, κλπ., Ἡσ., Πινδ., κτλ.· ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. 2) παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον ποιηταῖς ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ἰδικός του, ἰδικός της, Θέογν. 712, Ἀλκμὰν 41 ΙΙ. = σός. Ὀρφ. Λιθ. 166. (τὸ σφὸς ἔχει πρὸς τὸ σφέτερος, ὡς τὸ ἡμὸς (ἀμὸς) πρὸς τὸ ἡμέτερος· ἴδε ἐν λ. οὖ, sui).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
leur, c. σφέτερος.
Étymologie: th. σφε- > σφέτερος.

English (Autenrieth)

(σφεῖς): their; always referring to a pl. subst., Od. 2.237, Il. 18.231.

English (Slater)

σφός = σφέτερος, referring to subject of sentence
   1 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν (P. 5.102)

Greek Monolingual

σφή, σφόν, ΜΑ
(κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους
αρχ.
1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. του Ομ.) δικός τους, δικός της
2. δικός σου, σός
3. δικός μου, εμός
4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. σφεῖς.