σωρός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρός Medium diacritics: σωρός Low diacritics: σωρός Capitals: ΣΩΡΟΣ
Transliteration A: sōrós Transliteration B: sōros Transliteration C: soros Beta Code: swro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A heap, esp. heap of corn, Hes.Op.778, Theoc.7.155; σ. σίτου Hdt.1.22; πυρῶν Plu.2.697b (but σιρῷ is prob. cj.); of other things, σ. ψήγματος Hdt.6.125; ἀκανθέων Id.2.75; ξύλων, λίθων, νεκρῶν, X.HG4.4.12; λίθινος σ. APl.4.254: abs., heap or mound of earth, X.Vect.4.2 (pl.), Diph.100.    2 generally, heap, quantity, χρημάτων, κακῶν, ἀγαθῶν, Ar.Pl.269, 270, 804: opp. a definite number or quantity, Arist.Metaph.1044a4, 1084b22; σ. ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου Id.de An.419b24: prov., κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, of contentment. Epigr.Gr.446 (Palestine).    3 as Adj., πυροῦ σωροῦ, of a quality of corn, PGiss.63.7 (ii A.D.), Ostr.774 (cf. p.437), al.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, der Haufen; bes. der Getreidehaufen, Hes. O. 780; auch σωρὸς σίτου, Her. 1, 22; σωρὸς ψήγματος, 6, 125; jeder angehäufte Vorrath, überh. Menge, Fülle, χρημάτων, κακῶν, ἀγαθῶν, Ar. Plut. 269. 270. 804; σίτου, ξύλων, λίθων, Xen. Hell. 4, 4, 16 u. Sp., wie Luc. pro merc. cond. 13; Zenob. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σωρός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. cumulus, acervus, μάλιστα σωρὸς σίτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, Θεόκρ. 7. 155· σ. σίτου Ἡρόδ. 1. 22., 2. 75· πυρῶν Πλούτ. 2. 697Β· - ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, σ. ψήγματος Ἡρόδ. 6. 125· ἀκανθέων 2. 75· ξύλων, λίθων, νεκρῶν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 12· λίθινος σ. Ἀνθ. Πλαν. 254· ἀπολ., σωρὸς χώματος, λόφος, ὕψωμα γῆς, Ξεν. Πόροι 4, 2. 2) ἀκολούθως, σωρός, μεγάλη ποσότης, χρημάτων, κακῶν, ἀγαθῶν Ἀριστοφ. Πλ. 269, 270, 804· ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὡρισμένον ἀριθμὸν ἢ ὡρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 3, 11., 7. 8, 26· σ. ἢ ὁρμαθὸν ἄμμου ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 5· παροιμ., κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, ἐπὶ αὐταρκείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. (Συγγενὲς τῷ σορός, ὃ ἴδε).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tas, monceau ; abs. monceau de terre ; fig. monceau ou accumulation (de maux, de biens, etc.).
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν», Ξεν.)
2. μεγάλη ποσότητα, πλήθος (α. «σωρός εγγράφων» β. «είπε έναν σωρό ψέμματα» γ. «σωρὸν ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (φυτοπαθ.) προεξοχές στην επιδερμίδα τών πράσινων μερών διαφόρων φυτών που έχουν προσβληθεί από σκωριάσεις
2. βοτ. καστανωπή ή κιτρινωπή ομάδα σποριαγγείων που βρίσκονται στην κάτω επιφάνεια τών φύλλων μιας φτέρης
3. (πετρογρ.) μάζα πλουτώνιου εκρηξιγενούς πετρώματος μικρότερη από έναν βαθόλιθο
4. φρ. «σωρό-κουβάρι» — πολλά πράγματα συγκεχυμένα, ανακατεμένα
αρχ.
1. συσσωρευμένο σιτάρι
2. ύψωμα, λόφος
3. παροιμ. «κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρόν» — λεγόταν για να τονίσει την αυτάρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η αναγωγή της λ. σωρός (tuō-ros) στην ΙΕ ρίζα tēu- «φουσκώνω» και η σύνδεση της με τους τ. σῶος και ταΰς. Για την πιθανή σχέση της λ. με τη λ. σῶμα βλ. λ. σώμα].