περισχίζω

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισχίζω Medium diacritics: περισχίζω Low diacritics: περισχίζω Capitals: ΠΕΡΙΣΧΙΖΩ
Transliteration A: perischízō Transliteration B: perischizō Transliteration C: perischizo Beta Code: perisxi/zw

English (LSJ)

   A slit and tear off, ἐσθῆτα Plu.Cic.36, Luc.DMeretr.8.1 ; κιτῶνα BGU22.16 (ii A. D.); slit open, Arist.HA550a30 :—Pass., π. τῷ μετώπῳ κόμη Poll.2.25.    II Pass., of a river, περισχίζεσθαι τὸν χῶρον to split round a piece of land, i.e. divide into two branches and surround it, Hdt.9.51 ; π. περὶ τὸ χωρίον Plb.3.42.7, etc.: abs., of a stream of men, part and go different ways, περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν Pl.Prt. 315b ; of light, αὐγὴ πολλαχοῦ π. Plu.2.407e, cf. Thphr.Ign.52 ; of sound, Sch.Poll.2.116.    III strip of all his clothes, τινα Arr.Epict.1.25.30.

German (Pape)

[Seite 595] rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσθ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσθαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισθεὶς ὁ ῥοῦς περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν, Plat. Prot. 315 b.

Greek (Liddell-Scott)

περισχίζω: μέλλ. -ίσω, σχίζω ὁλόγυρα, διασχίζω, ἐσθῆτα Πλουτ. Κικ. 36, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 1· π. τὰ ᾠά, θραύω καὶ ἀνοίγω, διαρρήγνυμι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 8. ― Παθητ., περισχιζομένην τῷ μετώπῳ (κόμην), χωριζομένην ἐν τῷ μετώπῳ, Πολυδ. Β΄, 25. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., ὡσαύτως ἐπὶ ποταμοῦ, περισχίζομαι τὸν χῶρον, διασχίζομαι εἰς δύο καὶ περιβάλλω μέρος τι, ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον, τὸν δὴ Ἀσωπὶς Ὠερόη περισχίζεται ῥέουσα ἐκ τοῦ Κιθαιρῶνος κτλ. Ἡρόδ. 9. 51· οὕτω, π. περὶ τὸ χωρίον Πολύβ. 3. 42, 7, κτλ.· πρβλ. περιρρήγνυμι ΙΙ· ― οὕτως ἀπολ., ἐπὶ πληθύος ἀνθρώπων, διαχωρίζομαι καὶ ὑπάγω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, περιεσχίζοντο ἔνθεν καὶ ἔνθεν Πλάτ. Πρωταγ. 315Β· ἐπὶ φωτός, αὐγὴ πολλαχοῦ π. Πλούτ. 2. 407Ε· ἐπὶ ἤχου, Πολυδ. Β΄, 116· ἐπὶ φροντίδος, καὶ φροντὶς αὐτῆς οὐ περισχίζεται, οὐ περισπᾶται εἰς ἄλλα, Κλήμ. Ἀλ. 236. ΙΙΙ. ἀπογυμνώνω τῶν ἐνδυμάτων πάντων, τινὰ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 25, 30· πρβλ. περιρρήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

fendre ou déchirer tout autour : ἐσθῆτα PLUT un vêtement;
Moy. περισχίζομαι se séparer, se diviser : χῶρον HDT autour d’un pays, d’un territoire en parl. d’un fleuve qui se divise en deux bras ; p. ext. se séparer, se partager.
Étymologie: περί, σχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. σχίζω ολόγυρα, ξεσκίζω
2. σπάζω και ανοίγω, διαρρηγνύω
3. τεμαχίζω, κάνω κομμάτια
4. απομακρύνω τον νου, διασπώ την προσοχή
5. απογυμνώνω κάποιον από όλα τα ρούχα
6. αποσπώ τραβώντας ή σχίζοντας
7. μέσ. περισχίζομαι
α) (για ποταμό) χωρίζομαι στα δύο γύρω από ένα μέρος και ρέω στις πλευρές του
β) (για πλήθος ανθρώπων) διαχωρίζομαι και βαδίζω προς διάφορες κατευθύνσεις
γ) (για φως και ήχο) διαχωρίζομαι και κατευθύνομαι προς όλες τις διευθύνσεις, διαχέομαι, σκεδάζομαι
δ) (για ρούχο) καταξεσκίζομαι
8. παθ. διασχίζομαι, χωρίζομαι στη μέση.