ὅμορος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Ep. and Ion. ὅμουρος, ον,
A having the same borders with, marching with, τοῖσι Δωριεῦσι Hdt.1.57 ; τῇ Λιβύῃ Id.2.65, etc.: abs., Aristeas Epic.3, Th.6.78 ; χώρα ὅ. D.2.1 ; ὅ. πόλεμος a war with neighbours, ib.21,18.241 ; τὰ ὅ. τῶν πόλεων the suburbs, LXX Nu.35.5. 2 metaph., bordering on, closely resembling, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασύς Arist.EE1232a25 ; ὅμορος οὖσα τῇ αἰσθητῇ φύσει Plot.4.8.7. 3 as Subst., ὅ. τινῶν their neighbours, Isoc.14.18, cf. Th.2.85 ; οἱ ὅ. neighbouring people, Id.1.15, etc.; κατὰ τὸ ὅ. διάφοροι because of their neighbourhood, Id.6.88.
German (Pape)
[Seite 339] angränzend, Gränznachbar; Thuc. 1, 15. 6, 2; Xen. öfter; Isocr. 3, 34; χώρα, Dem. 1, 5. 2, 1, öfter, u. Folgde; – τὸ ὅμορον, das Angränzen, τοῖς Συρακουσίοις ἀεὶ κατὰ τὸ ὅμορον διάφοροι, Thuc. 6, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ὅμορος: Ἰων. ὅμουρος, ον, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ὅρια μετά τινος, συνορεύων πρός τινα, γείτων, τοῖσι Δωριεῦσι Ἡρόδ. 1. 57· τῇ Λιβύῃ 2. 65, κτλ.· ἀπολ., ὁμόρους ὄντας Θουκ. 6. 78· χώρα ὅμ. Δημ. 18. 5· ὅμ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γείτονας, ὁ αὐτ. 24. 10, πρβλ. 307. 17. 2) μεταφορ., παραπλήσιος, πολὺ ὅμοιος, ὅμοροι ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ θρασὺς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 2. 3) ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. ὅμ. τινος, γείτων τινός, Ἰσοκρ. 300Α, πρβλ. Θουκ. 6. 78· οἱ ὅμοροι, οἱ γείτονες, Ἡρόδ. 1. 57, 134, Θουκ. 1. 15, κτλ.· κατὰ τὸ ὅμορον, ἕνεκα τῆς γειτονίας αὐτῶν, ἕνεκα τῆς γειτνιάσεως, ὁ αὐτ. 6, 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui confine à, limitrophe de, gén. ou dat..
Étymologie: ὁμός, ὅρος.
Greek Monotonic
ὅμορος: Ιων. ὅμ-ουρος, -ον,
I. αυτός που έχει τα ίδια σύνορα με, που βρίσκεται πάνω στη συνοριακή γραμμή, γειτονικός, τοῖσι Δωριεῦσι, τῇ Λιβύῃ, σε Ηρόδ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται στα σύνορα, σε Θουκ.· πόλεμος ὅμ., συνοριακή διαμάχη, σε Δημ.
2. συνοριακός, αυτός που βρίσκεται στο όριο, παρόμοιος, παρεμφερής, που έχει στενή ομοιότητα, σε Αριστ.
3. επίσης ως ουσ., γείτονας, σε Ηρόδ., Θουκ.· κατὰ τὸ ὅμορον, εξαιτίας της γειτνίασής τους, σε Θουκ.