διάλειμμα

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλειμμα Medium diacritics: διάλειμμα Low diacritics: διάλειμμα Capitals: ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ
Transliteration A: diáleimma Transliteration B: dialeimma Transliteration C: dialeimma Beta Code: dia/leimma

English (LSJ)

ατος, τό, (διαλείπω)

   A interstice, gap, Pl.Ti.59b, Arist.PA 680b34, BGU12.31 (ii A.D.); in Music, interval, Arist.Pr.921b10; of Time, Plb.1.66.2; pause, τὰ δ. τῆς ἐνεργείας D.H.Comp.20; ἐκ διαλειμμάτων at intervals, Epicur.Ep.3p.64U., Plu.Per.7; esp. of intervals between attacks of fever, Gal.7.414, cf. 427.

Greek (Liddell-Scott)

διάλειμμα: τό, (διαλείπω) διάστημα μεταξύ, Πλάτ. Τιμ. 59Β, Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 5, 39· ἐν τῇ μουσικῇ, ὁ αὐτ. Προβλ. 19. 41· ἐπὶ χρόνου, Πολύβ. 1. 66, 2· ἐκ διαλειμμάτων, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλούτ. Περικλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
intervalle, intervalle de temps : ἐκ διαλειμμάτων PLUT à intervalles.
Étymologie: διαλείπω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 espacio intermedio, espacio libre en el cobre, Pl.Ti.59c, en el estómago o bolsa del erizo, Arist.PA 680b34, τὰ διαλείμματα καὶ κενώματα τῆς τῶν πολεμίων τάξεως Plu.Aem.20, en un foso, Arr.Fr.Hist.Inc.8, δ. ... τῶν σωμάτων Plot.2.7.1, cf. Diog.Oen.151.14, Hsch.δ 1126.
2 ref. al tiempo pausa, intervalo ὥστε μετὰ τὴν δύσιν μικροῦ διαλείμματος γινομένου ἐπανατέλλειν εὐθέως τὸν ἥλιον Pytheas 9a, τὰ διαλείμματα τῆς ἐνεργείας de la respiración entre palabras, D.H.Comp.20.14, διαλείμματα ποιῶν τῆς ἐξαποστολῆς Plb.1.66.2, ἐν δὲ τῷ φιλοσοφεῖν οὐκ ἔστι ... δ. ... οὐδὲ στηριγμός Plu.2.76d, cf. 624c, Lys.19, Aem.33, Erot.84.24, ἐν τοῖς μεταξὺ τῶν ἐπαίνων διαλείμμασιν en los intervalos producidos por aplausos Luc.Rh.Pr.21
en giro preposicional con intervalos, de cuando en cuando, de tanto en cuanto βαλανεῖον ἐκ διαλειμμάτων τινῶν παραλαμβανέσθω Archig.71L., cf. Epicur.Ep.[4] 131, I.AI 1.330, Plu.Per.7, Luc.Dom.8, ἐξ διαλιμμάτων (sic) Wilcken Chr.389.31 (II d.C.)
mús. intervalo de la escala musical, Arist.Pr.921b10
medic. intermitencia en que falta la fiebre κατὰ ... τὴν ἀπυρεξίαν, ἥτις ἡμῖν καλείσθω δ. Gal.7.414, cf. 427.
3 laguna, omisión en una descripción geog. εἰ δέ τινα ἐν τοῖς μεταξὺ διαλείμματα φαίνεται si aparecen algunas lagunas en la sucesión (de países), Str.1.1.10.

Greek Monolingual

το (AM διάλειμμα, -ατος) διαλείπω
(για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα
νεοελλ.
1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα
2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις
3. φρ. «κατά διαλείμματα» — με μικρές χρονικές διακοπές, από καιρό σε καιρό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἐκ διαλειμμάτων» — κατά διαλείμματα
μσν.
φωτεινό διάλειμμα, χρονική στιγμή νηφαλιότητας και διαύγειας
αρχ.
ο ενδιάμεσος χρόνος απυρεξίας.

Greek Monotonic

διάλειμμα: -ατος, τό, διάστημα, απόσταση μεταξύ, σε Πλάτ.· ἐκ διαλειμμάτων, σε διαλείμματα, σε Πλούτ.