ἐπημοιβός

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπημοιβός Medium diacritics: ἐπημοιβός Low diacritics: επημοιβός Capitals: ΕΠΗΜΟΙΒΟΣ
Transliteration A: epēmoibós Transliteration B: epēmoibos Transliteration C: epimoivos Beta Code: e)phmoibo/s

English (LSJ)

όν, late ή, όν Opp.H.5.135:—

   A crossing, ὀχῆες ἐ. (unless = shifting to and fro) Il.12.456; τελαμῶνες ἐ. cross-belts, Opp.C. 1.98.    2 alternating, serving for change, χιτῶνες ἐ. Od.14.513; ἀστέρες Arat.190; πρηδόνες Nic.Th.365.

German (Pape)

[Seite 920] abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über over in einander geschoben werden, Il. 12, 456; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln; sp. D., wie Opp. C. 1, 98 Nic. Th. 365; auch im fem., ἐπημοιβαῖς προβολῇσιν, wenn die Lesart richtig ist, Opp. H. 5, 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπημοιβός: -όν, μεταγεν. ή, όν, ὡς ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 135 (ἀμείβω): - ἐπάλληλος, Λατ. alternus, δοιοὶ δ’ ἔντοσθεν ὀχῆες εἶχον ἐπημοιβοί, «ἀλλήλοις ἐπικείμενοι. εἷς ἐφ’ ἕνα» (Σχολ.) (ἴδε ἐν λ. κλεὶς Ι), Ἰλ. Μ. 456· τελαμῶνες ἐπ., σταυροειδῶς συναντώμενοι, Ὀππ. Κυν. 1. 98. 2) ἐπὶ χιτῶνος, ὁ περιττεύων, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἀλλαγήν, οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι, ἐπημοιβοί τε χιτῶνες ἐνθάδε ἕννυσθαι Ὀδ. Ξ. 513, πρβλ. Ἄρατ. 190, Νικ. Θ. 365.

French (Bailly abrégé)

ion. et épq. c. ἐπαμοιβός.

English (Autenrieth)

(ἀμείβω): serving for a change; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, cross- bars, shutting over one another in opposite directions. (See cut No. 29).

Greek Monolingual

ἐπημοιβός, -όν και -ός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.)
2. επάλληλος, σταυρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἐπημοιβός: -όν (ἀμείβω),
1. εναλλασσόμενος, διασταυρούμενος, λέγεται για μάνταλα ή σύρτες πόρτας, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που αλλάζει, χιτῶνες, σε Ομήρ. Οδ.